Του Αντώνη Κουκλινού
Χριστέ μου εξημέρωσες κι αυτή μέρα πάλι,
μα πώς να ηρεμήσουμε, μπροστά σ’ αυτό το χάλι.
Που ένα τρίχρονο παιδί, γροικώ χαροπαλεύγει,
από τη κακοποίηση, τση ‘’Μάνας’’ του μισεύγει.
Μνιά ‘’Μάνα’’ όπως μάθαμε, έχει συνάψει σχέση,
που βρήκε στο διαδίκτυο, Άντρα να τση τη (μ)πέσει.
Όπως διαβάζω το ‘κανε, αφού δεν έχει τρόπους,,
κι αλλάζει σα πουκάμισα, γκόμενους και συντρόφους.
Με το κοπέλι εγύριζε, όπου βρεθεί παρέα,
και μέσα απ το διαδίκτυο, ήκανε τη σπουδαία.
Αιμόφυρτο εμούγκριζε, όξω απου το σπίτι,
σήμερο που τα μάθαμε, εμούδιασε η Κρήτη.
Επήρανε τηλέφωνο, διαβάζω οι γειτόνοι,
τρέξετε να προλάβετε, ειδάλως δε γλυτώνει.
Απάνω ντου εσβήνετε, κακούργοι τα τσιγάρα,
απου να πέσει απάνω σας, του κόσμου η κατάρα.
Κακώσεις στο κεφάλι ντου κι αιμάτωμα ακόμη,
κι έκλαιγαν στην εντατική, γιατροί και νοσοκόμοι.
Ρωτήξανε και το παππού, για τούτο νά το δράμα,
κι είπε πως ήταν μνιά χαρά και δε γνωρίζει πράμα.
Πως ήπεσε απ’ τα σύννεφα, με τούτα που μαθαίνει,
η κόρη ντου το αγάπανε, η… καλαναθρεμμένη.
Δε σε πιστεύγω, αδύνατον, εσύ να μη κατέχεις,
αφού τη θυγατέρα σου, από κοντά την έχεις.
Δεν είδες, δεν εκάτεχες, τση κόρης σου το δράμα,
ίντα πατέρας είσαι εσύ, να μη γνωρίζεις πράμα.
Απού ‘φευγε και γύριζε, σα ντου παπά το σκύλο,
παρέα να καλοπερνά, έεεε το παντέρμο ξύλο.
Εδά θα πάρουνε σειρά, οι δικηγόροι πάλι,
και θα το ιδείς ο γις τ’ αλλού, τα μάθια ντου θα βγάλει.
Ένα κοπέλι εφέρανε, στο κόσμο αυτό να ζήσει,
ανίκανοι χωρίς καρδιά και πως…να ευτυχίσει…