Του Αντώνη Κουκλινου
Ένα κορμί αμέστωτο, μέσα στη Γή πως μπαίνει,
και πως ν’ αντέξεις το καημό, Μάνα χαροκαμένη.
Άδειο το κρεβατάκι σου, μισεύγεις και τ’ αφήνεις,
ογλήγορα το κύρη σου, στα μαύρα το νε ντύνεις.
Πχιός θα σε ντύσει στο σκολειό, να πας στη πρώτη τάξη,
μ’ ίντα καρδιά η Μάνα σου, στο ν’ Άδη θα σε γράψει.
Που πας κ’ αφήνεις αδειανή, τη θέση στο τραπέζι,
και τα παιχνίδια σου, ορφανά, εδά πχιός θα τα παίζει.
Μεγάλο θαύμα εγίνηκε, ετσά πνιγμό ν’ αντέξεις,
αλλά δε ν’ ήταν μπορετό, να ξαναζωντανέψεις.
Όλη η Ελλάδα εγίνηκε, μνιά δακρυσμένη Μάνα,
και κλαίει κ’ ανεστουλουχά, στη νεκρική καμπάνα…