Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Μεγάλη Παρασκή ξημερώνει ο Θιός.
Για τση πλιά πολλούς, ετούτη η μέρα, πράμα άλλο δεν είναι, εξόν η προπαραμονή τσ’ Ανάστασης και του γλεντοκοπιού.
Μα εμένα, η Μεγάλη Παρασκή σκαλίζει την πέτσα και των πέντε αιστήσεων μου κι ανοίγει χαραμάδες απ’ όπου ξεπετάγονται αγαπημένες θύμησες.
-Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, στα μάθια μου ξανάρχονται οι στεναχωρημένες μορφές όλων των αθρώπων που έζωναν τα παιδικάτα μου. Πονούσανε οι αθρώποι τη Μεγάλη Παρασκή. Μέχρι και ο Νταούτης μήτε εγέλα, μήτε κουζουλάδες έκανε. Μικροί και μεγάλοι δεν προσποιούνταν τους πονεμένους, ένεκα της μέρας, αλλά πονούσαν. Και πονούσαν πραγματικά. Λες και δεν είχε σταυρωθεί μόνο ο Χριστός, αλλά είχανε σταυρωθεί και οι γονέοι τους και τα κοπέλια τους και τα εγγόνια τους και οι φίλοι τους και οι γείτονες τους και όλοι οι αθρώποι του ντουνιά. Κατεβασμένες κεφαλές, σφιγμένα χείλια, αργόσυρτα ζάλα, καμπουριασμένοι ώμοι. Θρηνούσαν ετότεσας οι αθρώποι. Πονούσαν και θρηνούσαν.
-Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, στα αφτιά μου ξανάρχεται ο ήχος της καμπάνας της Αγιάς Βαρβάρας. Ήχος πένθημος, θρηνητικός, συγκλονιστικός. Μια καμπάνα όλη κι όλη είχε η Αγιά Βαρβάρα, μα έφτανε και περίσσευε για να λαλήσει και να φτάσει η λαλιά της κατευθεία στην ψυχή του αθρώπου. Από το γλωσσίδι της ξεχυνότανε ο ήχος κι ευτύς εσκέπαζε ολάκερα τα Καμίνια, μπαίνοντας σε σπίθια και σε καρδιές.
-Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, στη γέψη μου ξανάρχεται το ξύδι και οι λεμονόφετες που έβαζε μέσα του η μάνα μου, για να τις τρώμε και να θυμούμαστε το Χριστό στο Σταυρό.
-Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, στη μύτη μου ξανάρχονται αγαπημένες μυρωδιές, όπως των λουλουδιών στο αυλιδάκι μας, του ασβέστη που λίγες μέρες πριν ο Τζαβολογιάννης είχε αλείψει στους τοίχους της νοικιασμένης κάμαρης, του πετρόλαδου που η μάνα μου είχε βάλει στα έπιπλα για να μη πλησιάζουν οι ψύλοι και της νηστήσιμης ντοματόσουπας που μέσα στο άθροισμα της πείνας και της νηστείας, ανέδιδε παραδείσια αρώματα.
-Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, στ’ ακροδαχτυλα μου αιστάνομαι και πάλι το αδρύ σκοινί της καμπάνας, που κι εγώ τραβούσα, γιατί, όπως μου’ λεγε ο κύρης μου, όποιος παίζει τη καμπάνα πράμα δεν παθαίνουν τα νεφρά του.
Τέτοιες μέρες σαν την αυριανή, εχόρτασαν τα μάθια, τ’ αφτιά, τη γλώσσα, τη μύτη και τ’ ακροδάχτυλά μου με το νόημα, με το μήνυμα, με το περιεχόμενο, με το υπερφυσικό, με το συγκλονιστικό του Θείου Δράματος.
Κι εγώ, με το ξημέρωμα θα ‘μολάρω το νου μου να πισωγυρίσει στα Καμίνια, εκείνων των χρόνων, με τη ελπίδα πως θα μπορέσω να ξανακαταλάβω τι σημαίνει Μεγάλη Παρασκή.
Ίσαμε το βράδυ, πιστεύω πως ο νους μου θα ξανάρθει, φέρνοντας μου αυτά που μου λείπουν και που τόσο ποθώ.
Τις εικόνες, τους ήχους, τις γέψεις, τις μυρωδιές και τα ψηλαφίσματα, που μ’ έκαμαν να αιστάνομαι άθρωπος.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς