Γεννήθηκε στην Εθιά Αστερουσίων το 1911.
Γονείς του ήσαν ο Νικόλαος και Μαρία Μαθιουδάκη – Βελεγράκη και είχε αδέρφια την Κρουσταλλένια και τον Μανώλη.
Μου είχε μιλήσει πολλές φορές ο πατέρας μου για τον ήρεμο και φιλότιμο χαρακτήρα του.
Παντρεύτηκε στο Ίνι τη Μαρία Φαρσαράκη το 1942 και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει παιδιά.
Συνελήφθη στο Ίνι στις 4 Μαΐου του 1944 από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, και μαζί με άλλους από την περιοχή οδηγήθηκαν στο Αρκαλοχώρι και από εκεί στο Αλάγνι και εν συνεχεία στα Πεζά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως αιχμαλώτων. Τελικά τους μετέφεραν στο Ηράκλειο και τους έκλεισαν στη στοά ΜΑΚΑΣΙ.
Θυμάμαι την μαρτυρία του παππού μου του Νικολή, που πολλές φορές έφερνε την αθιβολή του κλαίγοντας και να μου διηγάτε ότι αποφάσισαν μαζί με τον πατέρα μου από το χωριό για να τον επισκεφθούν κρατώντας του ρούχα και τρόφιμα, αλλά παρά τα μέσα και τις παρακλήσεις τους στις τότε αρχές, δεν τους το επέτρεψαν για να τον συναντήσουν.
Γύρισαν πίσω στο χωριό κλαίγοντας πικραμένοι και στεναχωρημένοι που δεν τον είδαν έστω και τελευταία φορά!
Έμεινε εκεί στη στοά μαζί με πολλούς κρατούμενους, 250 τον αριθμό περίπου, που είχαν συγκεντρώσει από όλη την Κρήτη.
Στις 7 Ιουνίου του 1944 τους μετέφεραν στο λιμάνι του Ηρακλείου και μαζί με 350 Εβραίους, Ιταλούς και άλλους Κρητικούς αντιστασιακούς, τους επιβίβασαν στο υπό γερμανική σημαία ατμόπλοιο ΤΑΝΑΙΣ, με προορισμό το Αουσβιτς.
Όμως ξημερώματα στις 8 Ιουνίου του 1944, μεταξύ Μήλου και Σαντορίνης ανατίναξαν το καράβι και έτσι βρήκαν όλοι φριχτό θάνατο.
Η είδηση ότι το καράβι βυθίστηκε και όλοι πνίγηκαν, ήρθε σαν κεραυνός στην οικογένεια του παππού μου και στην γυναίκα του την Μαρία στο Ίνι.
Κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει και περισσότερο η θεία μου που αν και νέα δεν ξαναπαντρεύτηκε και πέθανε με την ελπίδα της επιστροφής του. και όπως μας έλεγε κάποια γειτόνισσα της καθόταν συχνά τις νύχτες στο παράθυρο κοιτάζοντας προς το σοκάκι με την ελπίδα να τον δει να έρχεται.
Ο δε παππούς μου ο Νικολής από την ημέρα που μαθεύτηκε το δυσάρεστο γεγονός για τον θείο μου, έβαλε την μπολίδα μαγουλίτη, σε ένδειξη βαρύτατου πένθους, άφησε γένια και απομονώθηκε στο σπίτι του κλαίγοντας απαρηγόρητα. αποχή από τα κοινά και συχνά να τον παίρνει το παράπονο να κλαίει και να μοιρολογάτε για τον άτυχο γιό του.
Το γεγονός αυτό του θείου μου του Γιώργη που χάθηκε άδικα μας σημάδεψε όλους.
Αυτές τις επετειακές μέρες τα αισθήματα είναι ανάμικτα.
Πίκρα για το χαμό του, αλλά και τιμή και υπερηφάνεια για τη θυσία του για την πατρίδα.
Θείε, είναι τιμή μας, που φέρουμε το επίθετο σου ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ.
Θα σε μνημονεύουμε και θα σε τιμούμε πάντοτε.
Τόσο στο μνημείο στο Ροτάσι μαζί με τους άλλους ήρωες του χωριού μας, όσο εκεί ψηλά, στο χωριό μας την Εθιά και ειδικότερα στη θέση Κορακιές, στα πατρογονικά μας, το δικό σου τόπο Θείε, που τόσο αγάπησες, γιατί εκεί μεγάλωσες και ανδρώθηκες, μαζί με τον παππού το Νικολή τη γιαγιά τη Μαρία τον πατέρα μου το Μανώλη και τη θεία Κρουσταλένια , κατασκευάστηκε μια λιτή μνημειακή κατασκευή, αφιερωμένη στη μνήμη σου.
Σου την κάνομε χαλάλι.
Να είναι αιωνία η μνήμη σου!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Νικόλαος Μαθιουδάκης