Του Μιχάλη Στρατάκη*
Σαν όπου τραβά τση πεταλουδίτσες το φως στη σκοτεινιά, ετσά με τράβηξε και μένα το φως του ντουκιανιού, στο βουνίσιο μετόχι των Αστερουσίων.
Έκανε και τόση να κρυγιότη, απού σου πηρούνιαζε τα κόκαλα κι άλλο πράμα δεν ήθελα εξόν μια ξυλόσομπα αναμένη, μ’ ένα τζισβέ απάνω τση, να βράζει φασκομηλιά και έρωντας.
Νύχτα, ετόσο να σκοτεινή, απού μήτε ο χάρος δεν εμπόριε να βρει τα κονάκια των μουστερήδων του.
Για αλλού επήγαινα, μα εστάλισα για μια ολιά ώρα σ’ εκείνο να το μετόχι, κατά που το ‘χω συνήθειο να φυτρώνω εκειά απού δε με σπέρνουνε.
Πέντε άντρες όλοι κι όλοι ήσανε μέσα στο ντουκιάνι.
Οι τρεις επαίζανε πρέφα με μια τράπουλα απού παραξενεύτηκα πώς εμπορούσανε και εθωρούσανε τα φύλλα, ετόσο να παλιά ήτανε.
Ο καφετζής όρθιος στο τεζιάκι του εθώριε τηλεόραση και στην απέναντι γωνιά, μακρυά από την ξυλόσομπα απού επύρωνε, εκαθότανε ένας μαυριδερός άντρας, μια σαρανταρά χρονώ, πενταφάνερο πως ήτανε ξένος, από τόπο μακρυνό.
‘’Καλώς τονε, κάτσε κουμπάρε, ίντα να κεράσω;’’ με ‘ποδέχτηκε ο καφετζής.
Εκαλησπέρισα τσ’ άντρες και από τρεις μπούκες επόρισε, ταυτόχρονα, η ίδια προσταγή:
‘’Κέρασε τον άθρωπο, μπρε’’.
Μοναχά ο ξένος δεν εμίλησε.
Μήτε μετασάλεψε από την καθιά του.
Μόνο με ξάνοιξε με τσ’ άκρες των αμαθιών του κι ύστερα εχαμήλωσε τα μάθια του και εξάνοιγε τα χέρια του απού τριβότανε το ‘να μέσα στ’ άλλο για να ζεσταθούνε.
Εντύπωση μου ‘κανε που δεν εκαθότανε σιμά στη ξυλόσομπα, κοντά στη ζεστασά, μα δεν είπα πράμα.
Επαράγγειλα ένα βραστάρι κι ένα καραφάκι ρακή.
Ίσαμε να μου τα φέρει ο καφετζής, έφερνα σεργιάνι τα μάθια μου, πότε στους τρεις πρεφαδόρους, πότε στον αμίλητο ξένο και πότε σε μια παλιά φωτογραφία του Αντρέα Παπαντρέου που ‘τανε κρεμασμένη ποπάνω από το πετρογκάζ όπου έψηνε τση καφέδες ο καφετζής, πλάι σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του Ξωπατέρα.
Ξάφνου, είδα τον ξένο να αναντρανίζει, να ανοίγει μια πιθαμή τα μάθια του και να χτυπά με τσ’ απαλάμες και των δυό χεριών του την κεφαλή του.
Η τηλεόραση έδειχνε σκηνές από ένα νέο ναυάγιο μιας βάρκας στο Αιγαίο με κορμιά δυστυχισμένων να βολοδέρνουν στα κύματα.
Ο καφετζής απόθεσε ομπρός μου το βραστάρι και το μπουκάλι τση ρακής κι ένα πιάτο με τσιλαδιά, τυροζούλι και εφτάζυμα παξιμαδάκια.
‘’Πιές όσο θες κουμπάρε, κερασμένα είναι όλα’’ μου ‘πε.
Του ‘δειξα με την κεφαλή μου τον ξένο.
‘’Από πού είναι ο άθρωπος κουμπάρε;’’ Τονε ρώτηξα σιγανά.
‘’Άσε τονε τον κακομοίρη, κοντά δυό χρόνους είναι επαέ και βγάνει ένα κομμάτι ψωμί με τση φαμεγικές, μα ποτές του δε μας είπε από πού ήρθε. Γιάντα το κάνει; δεν γατέω. Πάντως, πολλά βάσανα πρέπει να ‘χει περασμένα, μα μήτε γι αυτά μας εμιλεί. Καλός άθρωπος είναι, δουλευτάρης, φιλότιμος, μύγα δεν στραβοξανοίγει, όλο το χωριό τον αγαπά και τονε συντρέμει. Ίντ’ άλλο να σου πω κουμπάρε;’’, είπε ο καφετζής και εγιάγυρε στο τεζιάκι του.
Ο ξένος, ξακλουθούσε να θωρεί την τηλεόραση και τα μάθια του ολόθολα μου φαινότανε.
‘’Έλα να κάτσεις να μου κάνεις παρέα’’ του φώνιαξα και εκούνιουνα και τη χέρα μου σε χειρονομία πρόσκλησης.
Με ξάνοιξε, αχνοχαμογέλασε, ακούμπησε τη δεξά απαλάμη του στο μέρος τση καρδιάς του, ‘’φκαριστώ’’ μου ‘πε, μα δεν εκουνήθηκε από την καθιά του.
Εσηκώθηκα εγώ. Επήρα στα χέρια μου τα μπράτι μου, τα’ απόθεσα στο στρογγυλό σιντερένιο τραπεζάκι που ‘τανε ομπρός του κι έκατσα σιμά του.
Οι τρεις πρεφαδόροι εσταματήσανε το παιχνίδι κι ακουμπήσανε τα φύλλα στο τραπέζι.
Ο καφετζής εσταμάτησε να βγάνει από ‘να βάζο σταφιδολιές που ‘θελε να μου φέρει.
Όλοι τους εκαρφώσανε τα μάθια τωνε απάνω μου και απάνω στον ξένο.
‘’Κουμπάρε, φέρε ένα ακόμη ποτήρι τση ρακής’’ εφώνιαξα στον καφετζή.
Ντελόγο μου το ‘φερε, μαζί μ’ ένα πιατάκι σταφιδολιές.
‘’Μη του βάνεις ρακή, δεν πίνει σταλιά’’ μου ‘πε.
Εγώ, εγέμισα το δεύτερο ποτήρι ρακή και το ‘σπρωξα μπροστά στον ξένο.
‘’Φκαριστώ, όχι ρακή’’ μου ‘ πε και πρόστεσε σα να μιλούσε στον απατό του ‘’Μουσουλμάνος’’.
Έπιασα την απαλάμη του, την έφερα γύρω από το ποτήρι του, του ‘σφιξα τα δαχτύλια γύρω από το ποτήρι και τονε ξάνοιξα στα μάθια.
‘’Μη πίνεις, αλλά να τσουκρίσουμε τα ποτήρια μας θέλω’’ του ‘πα.
Εμόλαρα τη χέρα μου κι έπιασα το ποτήρι μου. Το σήκωσα και περίμενα τη δικιά του κίνηση.
Εκράθιε το ποτήρι, μα δεν το σήκωνε.
Οι τρεις πρεφαδόροι και ο καφετζής εξανοίγανε, λες και περιμένανε να δούνε το ξεφανέρωμα μεγάλου μυστηρίου.
‘’Κι εγώ ξένος είμαι, μα στον τόπο μου, που δεν κατέχω ίσαμε πότε θα ‘ναι τόπος μου’’ του ‘πα και εσίμωσα το ποτήρι μου στη μισή απόσταση απού μας εχώριζε.
Όρκο παίρνω πως είδα ένα δάκρυ να κυλά από την άκρα μπάντα του μαθιού του, όταν έσφιξε το ποτήρι του, εκάλυψε την άλλη μισή απόσταση απού μας εχώριζε και το τσούγκρισε στο δικό μου.
‘’Γειά σου ξένε κι εσύ…’’ εψιθύρισε.
Οι τρεις πρεφαδόροι ξαναντακάρανε το παιχνίδι κι ο καφετζής έφερε μια πορτακαλάδα στον ξένο.
‘’Γροίκα να σου πω, να ‘ρχεσαι επαέ όποτε θες να πίνεις ό,τι θες και όλα θα ‘ναι κερασμένα, από μένα’’ του ‘πε.
Χιλιόμετρα είχα απομακρυνθεί από κείνο το ντουκιάνι, όταν συνειδητοποίησα πως είχα ξεχάσει το μπουφάν μου στην καρέκλα δίπλα στον ξένο, που ‘τριβε τσ’ απαλάμες του για να ζεσταθεί.
Μου ‘φτανε που ετσούγκρισα το ποτήρι μου με τον σαν κι εμένα, εγώ ο σαν κι αυτόν.
‘’Γεια σου ξένε κι εσύ…’’.
- Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς