Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Κάποιο απόβραδο, πριν από δύο περίπου χρόνια, δέχθηκα στο σπίτι μου το τηλεφώνημα ενός φιλικού μου προσώπου. Αρχικά, η συζήτηση περιστράφηκε σε διάφορα επίκαιρα ζητήματα. Στο τέλος της συνομιλίας ήλθε η σημαντική πληροφορία. Γνωρίζοντας το ενδιαφέρον μου για τις παλιές φωτογραφίες, μου επισήμανε ότι, σε κάποιον ιστότοπο, που ειδικευόταν στην πώλησή τους, είχαν ανεβεί αρκετές, από την περίοδο της Κατοχής. Σημείωσα τα στοιχεία του. «Κάποιες είναι από τα μέρη σας», πρόσθεσε, κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Αμέσως αναζήτησα τον συγκεκριμένο, γνωστό ιστότοπο του εξωτερικού, που ειδικεύεται στην πώληση παλιών φωτογραφιών. Πράγματι, μία δέσμη οκτώ φωτογραφιών, προερχόταν από την Κρήτη. Όπως διευκρινιζόταν στο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, οι απόγονοι κάποιου γερμανού στρατιώτη, που είχε υπηρετήσει στο νησί την Κατοχή και είχε πεθάνει τελευταία, έβγαζαν προς πώληση διάφορες φωτογραφίες που είχε τραβήξει εκείνη την περίοδο. Η δημοπρασία τους θα γινόταν λίγες μέρες αργότερα. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες έφεραν την ακόλουθη ένδειξη: «1943 Τυμπάκι Ηρακλείου γάμος».
Με αγωνία άνοιξα τον φάκελο και ξεκίνησα να τις βλέπω. Αμέσως έμεινα αποσβολωμένος. Σε αυτές φωτογραφίζονταν σκηνές ενός γάμου, όχι βέβαια στο Τυμπάκι, αλλά σε ένα κοντινό χωριό. Το Πετροκεφάλι, το χωριό μου, που βρίσκεται κοντά στον λόφο της Φαιστού. Είναι από τα γνωστότερα χωριά της Δυτικής Μεσαράς. Το 1940 είχε 594 κατοίκους. Οι κάτοικοί του, σχεδόν όλοι, καταγίνονταν με τις αγροτικές εργασίες.
Αποθήκευσα γρήγορα στον υπολογιστή μου τις φωτογραφίες και άρχισα να τις μελετώ προσεκτικότερα μέσα στη νύχτα. Η χρονολογία που είχε δοθεί ήταν λανθασμένη. Οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί όχι το 1943 αλλά το 1942. Μία από αυτές, ήδη τη γνώριζα.
Στις 28 Αυγούστου 2008, σε μία από τις καθόδους μου στο χωριό, είχα επισκεφτεί στο σπίτι της τη θεία Ευαγγελία, πρώτη εξαδέλφη της μητέρας μου. Συζητήσαμε αρκετή ώρα για το παρελθόν. Κυρίως, για τα όσα είχαν συμβεί την ημέρα του γάμου της. Το σπίτι που κατοικούσε, όπως μου περιέγραψε, το είχε χτίσει ο άνδρας της, λίγο πριν από την Κατοχή. Με την έλευση των Γερμανών στην Ελλάδα επιτάχθηκαν δύο δωμάτιά του. Σε αυτά, διέμεναν γερμανοί μηχανικοί, που εργάζονταν για την κατασκευή του στρατιωτικού αεροδρομίου του Τυμπακίου. Στα υπόλοιπα δωμάτια, μόλις παντρεύτηκε, εγκαταστάθηκε το νιόπαντρο ζευγάρι. Κάποια στιγμή, μου έδειξε μία φωτογραφία από τον γάμο της. Είναι η τρίτη, από αυτές που παρουσιάζονται παρακάτω. Δεν μου έκανε λόγο για άλλες. Μπορεί και να μη τις ήξερε.
Ο γάμος του Δράκου Μαρκάκη και της Ευαγγελίας Φραγκιουδάκη τελέστηκε στο Πετροκεφάλι στις 30 Αυγούστου 1942, νωρίς το απόγευμα. Το ζευγάρι, τα επόμενα χρόνια, απέκτησε δύο παιδιά. Τον Νίκο, συνταξιούχο εκπαιδευτικό σήμερα, που ζει με την οικογένειά του στο Ηράκλειο, και τη Φρόσω, που ζει σήμερα με την οικογένειά της στη Χερσόνησο της Πεδιάδας.
Η πρώτη φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας του χωριού. Στο κέντρο της, διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος με τον παλιό. ωραίο περίβολό της καθώς και διάφορα σπίτια, ορισμένα από τα οποία έχουν σήμερα γκρεμιστεί.
Η εκκλησία είναι από τις πιο ιστορικές της περιοχής. Σώζονται γι’ αυτήν, στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας, δεκάδες έγγραφα, που κάποτε πρέπει να εκδοθούν σχολιασμένα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα, του έτους 1635. Η μονόκλιτη εκκλησία εξακολούθησε να υφίσταται και την οθωμανική περίοδο. Στο αρχικό κλίτος, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ύστερα από διάφορες ουσιώδεις μετατροπές, προστέθηκε ένα δεύτερο, που τιμάται στο όνομα του Ευαγγελισμού. Κατασκευάστηκε, όπως αναγράφεται και σε επιγραφή του έτος 1865, πάνω από την κεντρική θύρα της πρόσοψης, από τεχνίτη της Καρπάθου.
Το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος, αποτελούσε και αποτελεί από τις μεγάλες στιγμές της Δυτικής Μεσαράς. Το γλέντι στη μεγάλη πλατεία, στο οποίο συμμετέχουν χιλιάδες κόσμου, ξεκινά από το απόγευμα και συνεχίζεται ώς τα ξημερώματα. Για το πάθος που επικρατούσε και τις μαντινάδες που ακούγονταν υπάρχουν αρκετές περιγραφές στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Κρήτης αλλά και της Αθήνας.
Στη δεύτερη φωτογραφία ο γάμος του Δράκου και της Ευαγγελίας έχει ολοκληρωθεί και το εκκλησίασμα έχει ξεκινήσει να κατεβαίνει από τα σκαλιά στον χώρο της πλατείας. Στο βάθος διακρίνεται ο Ψηλορείτης. Ξεχωρίζει η «Σέλα του Διγενή», πηγή ακένωτων διηγήσεων παλαιότερων προς νεότερους. Ορισμένα σπίτια, δυστυχώς γκρεμισμένα σήμερα, χρονολογούνταν στη βενετική περίοδο. Το πλήθος, είναι μεγάλο. Άνδρες, γυναίκες, κυρίως όμως παιδιά. Προηγείται ο παπα-Κωστής, ο παππούς μου, ιερέας του χωριού από το 1938 ώς το 1968 περίπου. Ακολουθούν οι νεόνυμφοι και οι υπόλοιποι συγχωριανοί και συγχωριανές. Ο ενθουσιώδης νέος οργανοπαίκτης με το άσπρο παντελόνι είναι ο Γιώργης, ο πατέρας μου, ηλικίας τότε είκοσι δύο ετών. Συνήθιζε από τα γυμνασιακά χρόνια του να παίζει βιολόλυρα, διηγούνται διάφορες νόστιμες ιστορίες για το τι τρόπους μηχανεύτηκε ώσπου να την αποκτήσει, και να ξεσηκώνει με το παίξιμό του τους νέους και τις νέες της περιοχής. Άφησε εποχή, παίζοντας για δεκαετίες στα χωριά της Δυτικής Μεσαράς μαζί με τον λαουτιέρη του, τον επιστήθιο φίλο του Ανδρέα Καδιανάκη.
Στην τρίτη φωτογραφία οι νεόνυμφοι έχουν στηθεί και φωτογραφίζονται στο μέσον περίπου της πλατείας. Παραδίπλα τους, ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, είναι ο παπα-Κωστής. Μπροστά, στέκεται ένα μικρό κορίτσι που κρατά τον δίσκο με τα στέφανα του γάμου. Τα πρόσωπα όλων φαίνονται χαμογελαστά. Απολαμβάνουν τις χαρούμενες στιγμές και δείχνουν ότι θέλουν προς στιγμή να ξεχάσουν ότι φωτογραφίζονται από απρόσκλητους επισκέπτες.
Στην τέταρτη φωτογραφία, βρισκόμαστε πλέον στον χώρο που διάλεξε να κατοικήσει το ζευγάρι. Το σπίτι, όπως συνηθιζόταν, το είχε χτίσει ο γαμπρός. Το συγκεκριμένο, βρισκόταν στο νοτιοδυτικό σημείο του χωριού, δίπλα σε σπίτια, στα οποία ζούσαν οι γονείς του και άλλα συγγενικά του πρόσωπα. Στην αυλή, ανάμεσα στο πλήθος που συγκεντρώνεται, ξεχωρίζουν οι ξένοι κυρίαρχοι. Κατοικούσαν στα επιταγμένα δωμάτια. Φορώντας καλοκαιρινή στρατιωτική ενδυμασία χαριεντίζονται μεταξύ τους. Όσα εξελίσσονται είναι βέβαιο ότι τους κάνουν εντύπωση. Από τον ώμο του ενός φαίνεται να κρέμεται κάποια φωτογραφική μηχανή. Αν ήταν η θήκη της μηχανής, με την οποία γινόταν η φωτογράφηση ή κάποια άλλη, από την οποία ενδεχομένως να τραβήχτηκαν και άλλες φωτογραφίες, παραμένει άγνωστο. Οι κάτοικοι παρακολουθούν αμήχανα. Ο μικρός, μπροστά, μόλις χαμογελά.
Στην πέμπτη φωτογραφία, το γλέντι πλέον έχει ξεκινήσει στην αυλή του σπιτιού. Τον κύκλο έχουν ξεκινήσει να ανοίγουν οι άνδρες. Οι οργανοπαίκτες παίζουν τους γνωστούς σκοπούς της αρχής του γλεντιού. Ο Γιώργης, μάλλον αιφνιδιασμένος, κοιτά τον φακό της μηχανής. Στο βάθος, ανάμεσα στις γυναίκες που παρακολουθούν, είναι η μητέρα μου. Η Ιωάννα, κοιτά όσους χορεύουν και δείχνει έτοιμη να τρέξει να λάβει μέρος. Της άρεσε πολύ ο συρτός. Συγκρατιέται με δυσκολία, όμως, καθώς πρέπει να συνδράμει στις σχετικές ετοιμασίες, αφού παντρευόταν η πρώτη, αγαπημένη ξαδέλφη της. Αριστερά διακρίνεται το πρόσωπο ενός Γερμανού.
Στην έκτη φωτογραφία, διακρίνονται στην αυλή διάφοροι καλεσμένοι. Από φίλους των νεονύμφων έχουν αρχίσει τα κεράσματα του κόσμου. Πάνω στον δίσκο βρίσκονται κρασοπότηρα και πιάτο με μεζέδες. Η μεγάλη ελιά, αριστερά, που δημιουργούσε για δεκαετίες ευχάριστη αίσθηση στον εκάστοτε επισκέπτη του σπιτιού, δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα. Τα πολύ εκφραστικά πρόσωπα των μικρών αγοριών και των κοριτσιών του χωριού συμπληρώνουν την εικόνα.
Στην έβδομη φωτογραφία, πρώτο ρόλο στον χορό έχουν αναλάβει πλέον οι γυναίκες. Οι οργανοπαίκτες, συνεχίζουν να παίζουν χωρίς σταματημό. Ξεχωρίζει, φωτογραφημένη από το πλάι, η φυσιογνωμία του Γιώργη.
Στην όγδοη, και τελευταία φωτογραφία, δύο γυναίκες σέρνουν πρώτες τον χορό και τις ακολουθεί ένας άνδρας. Ο κόσμος παρακολουθεί και ετοιμάζεται να πάρει σειρά. Ανάμεσά τους, αριστερά, ένας γερμανός στρατιώτης.
Μπορούσα να κοιμηθώ, εκείνο το βράδυ, ύστερα από τόση ένταση και συγκίνηση; Δεν κοιμήθηκα! Ξάγρυπνος έφθασα το πρωί στον χώρο εργασίας μου, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Άρχισα να γράφω για την Κρήτη της βενετικής περιόδου αλλά το μυαλό μου ήταν διαρκώς στις φωτογραφίες του τέλους του Αυγούστου του 1942.
Στη δημοπρασία τους, που πραγματοποιήθηκε ύστερα από λίγες μέρες, ήμουν αποφασισμένος να τις αποκτήσω με κάθε τρόπο. Δεν τα κατάφερα. Από την αρχή υπήρξε έντονο ενδιαφέρον και η τιμή τους άρχισε να εκτοξεύεται στα ύψη. Κάποια στιγμή εγκατέλειψα απογοητευμένος την προσπάθεια. Δεν γνωρίζω σε ποια χέρια κατέληξαν οι φωτογραφίες.
Στην αρχή, δεν το κρύβω, στενοχωρήθηκα αφάνταστα. Στη συνέχεια, όταν το καλοσκέφτηκα, άρχισα να ηρεμώ. Μου αρκούσε που είχα τα αντίγραφά τους. Δεν ήταν και λίγο.
Οι οκτώ φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν αποτελούν, από πολλές απόψεις, σημαντικά τεκμήρια. Για την ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνιολογία… Πολλά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν για μία δύσκολη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Δεν μπορώ να προεκταθώ τώρα στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού που συμμετέχουν στον γάμο και στο γλέντι δείχνουν, με τον τρόπο τους, την αδιαφορία τους απέναντι στους ξένους παρείσακτους. Δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα η παρουσία τους. Κινούνται με χαρακτηριστική άνεση.
Ορισμένοι άνδρες μάλιστα, που συμμετείχαν σε παράνομη οργάνωση, είχαν κανονίσει να συναντηθούν, μετά το γλέντι, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στα ερείπια του Φλαμπανοχωριού, και να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους εναντίον των κατακτητών. Σε περίπτωση που τους εντόπιζε η γερμανική περίπολος, είχαν συμφωνήσει να ισχυριστούν ότι, από το πολύ μεθύσι, είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους μέσα στο σκοτάδι και βρέθηκαν τυχαία στους λόφους του χωριού. Δεν χρειάστηκε…
Συχνά τα βράδια, ανοίγω τον υπολογιστή μου, ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες και συγκινούμαι. Αυτό συνέβη και απόψε. Μέσα στη θαλπωρή του πατρικού σπιτιού, με έντονες τις αναμνήσεις αγαπημένων προσώπων που απουσιάζουν από χρόνια, τις ξαναείδα.
Γονείς, στενοί συγγενείς, γείτονες, συγχωριανοί και συγχωριανές συνιστούν μία αδιάσπαστη ενότητα. Είναι ο κόσμος ενός μικρού χωριού της Κρήτης στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Βλέπω πρόσωπα χαρούμενα, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Να γλεντούν, να πίνουν, να χορεύουν, να χαίρονται, να χαριεντίζονται, να σφύζουν από ζωντάνια. Οι περισσότεροι, εδώ και καιρό, έχουν περάσει στον κόσμο των ίσκιων. Η μνήμη τους, ωστόσο, διατηρείται ακόμη ζωντανή στους νεότερους.
Η ζωή για ορισμένους, τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, κύλησε ευτυχισμένα. Για άλλους, στάθηκε υπερβολικά σκληρή. Έφυγαν νωρίς, χωρίς να απολαύσουν αρκετές χαρούμενες στιγμές. Τα πράγματα, είναι γνωστό, δεν ακολουθούν πάντοτε ευθύγραμμη πορεία.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)