Κείμενο – Φωτογραφία: Γιώργος Χουστουλάκη
Ήταν 8 Ιανουαρίου, κσι έκανε ψοφόκρυο στη Μεσαρά, και στη Γαλιά στη κουζίνα μας άναβε δύο μερόνυχτα το τζάκι!
Η Πελαγία η λεχώνα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι περίμενε να με γεννήσει, αφού την είχαν ήδη πιάσει από νωρίς οι πόνοι του τοκετού.
Η Παπαδοκώσταινα ήταν η μαμή, και Συντέκνισσα του πατέρα μου, αφού της είχε βαφτίσει το Ρηνειώ της. Ηταν παρούσα με τα …ειδικά εργαλεία της, ώστε να μη συμβεί το παραμικρό δυσάρεστο!
Όλοι ήταν στην κουζίνα, σε ένα χώρο 4χ4, όπου ήταν κατάμεστη από γυναίκες, θειάδες, γιαγιάδες και γειτόνισσες.
Ήταν εδώ λόγω της ζέστης του τζακιού.
Οι άνδρες ήταν περιορισμένοι στη μεγάλη σάλα, και ανέμεναν τον διάδοχο του Μιχαήλο!
Αργούσε όμως το μωρό. Παρασκευή πρωί πιάσανε οι πόνοι, ήρθε το βράδυ, μα πράμα! Πέρασε η 12η ώρα, και μπήκε το Σάββατο, και κάποιοι από τους άνδρες βαρέθηκαν, και έφυγαν για το σπίτι τους.
Οι γυναίκες όμως δεν το κούνησε καμία, κι ας πήγε κοντά μία η ωρα!
Όμως ένα δυσάρεστο γεγονός, προβλημάτισε ξαφνικά τις γυναίκες.
Η λάμπα πετρελαίου ξαφνικά στα καλά του καθήμενους, έσβησε!
«Κακό σημάδι»! Πέταξαν κάποιες πικρόχολες…
Ανάβουν τη λάμπα, ξανασβήνει, την ξανανάβουν ξανασβήνει..
«Πολύ κακό σημάδι, δεν μου αρέσει αυτό…» να λένε και πείστηκαν τελικά όλες, ότι ήταν κακό σημάδι, και ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί!
-Να ρωτήσουμε τον παπά που είναι μορφωμένος, λέει η μια.
-Πήγαινε να τον φωνάξεις, πετάγεται η άλλη.
Πάνε φωνάζουν τον παπά Γιώργη, ο μόνος μορφωμένος από το πλήθος, και εκείνος απεφάνθη:
-Βρε αθεόφοβες, βρε να μη σας ε πω πράμα, μα μιας δεν σας δεν έχει λίγο νιονιό Δε σας έκοψε να ανοίξετε μια πόρτα να μπει λίγος καθαρός αέρας, να μπει και οξυγόνο στο δωμάτιο;
Από τη μια η παρασθιά (τζάκι) με τα ξύλα, από την άλλη όλες εσείς που αναπνέετε, καταναλώσατε όλο το οξυγόνο του χώρου, ε πώς θέτε να ανάβει η λάμπα;
Πράγματι ανοίξανε πορτοπαράθυρα, μπήκε άφθονο οξυγόνο, και η λάμπα άναψε μια χαρά! Πάει αυτό.
Τώρα έμενε πλέον να έρθει με το καλό και το μωράκι…
Πράγματι κάποια στιγμή εμφανίστηκε και αυτό, αλλά βγήκε λέγανε «ποθαμένο»….
Το μωρό που ήταν αγοράκι τεσσάρων οκάδων οκάδες, δεν ανέπνεε καν, και έδειχνε σαν να ήταν «αποθαμένο»…
Κλάματα η μάνα, κλάματα ο πατέρας που το πήρε στην αγκαλιά του πρώτη φορά, και ήταν η μοιρα του να το νεκροφιλήσει «αποθαμένο», και όχι οραμα άλλο, μόνο ας ήτανε γερό με τα πλούσια «μπράτη» του, θα ήταν άξιος διάδοχος, όπως έλεγε και ξανάλεγε αργότερα ο πατέρας!
Είπα «πρώτη φορά αποθαμένο», γιατί στο μέλλον έμελλε να πάρει στην αγκαλιά του ο καημένος ο πατέρας άλλες δυο φορές το παιδί του «αποθαμένο», αλλά αυτές είναι άλλες ιστορίες, που μπορεί να τις διηγηθώ άλλη φορά.
Εδώ παίρνει το λόγο η μαμή:
Φύσιξέ το Συντέκνισσα το κοπέλι από το κάθισμα, μα δεν έχει πράμα! Λέει τση γιαγιάς μου τση Ρετζεποχαρίκλειας.
Το έχω συναντήσει αυτό πολλές φορές, τους λέει.
Πράγματι, φυσά η γιαγιά το μωρό από το κάθισμα,, και αμέσως εκείνο πήρε αναπνοή και έριξε το πρώτο του κλάμα!
Κλαίγανε από τη χαρά όλοι οι παρευρισκόμενοι, αλλά ιδιαίτερα οι γονείς του παιδιού, που δεν κάνανε παιδί αλλά παίδαρο, που του άρεσε το γάλα, και που του δίδανε το ρογοβύζι που βάζανε στο μισοκαδιάρικο μπουκάλι, και το έπινε με μια αναπνιά!
Όμως δεν κατάλαβα ποτέ,, τί ακριβώς παθαίνανε τα μωρά και δεν αναπνέανε, και έπρεπε να τα “φυσήξει κάποιος από το κάθισμα”!