Έστω και δύσκολα, εξαιτίας έκτακτων υποχρεώσεων, πραγματοποίησα και φέτος το καθιερωμένο προσκύνημα σε μια Μεξικανή θεότητα που αγάπησε σφόδρα την Ελλάδα. Δεν χρειάστηκε να ταξιδέψω μακριά. Λίγο αφότου περάσαμε τον Ισθμό, συναντήσαμε τις πρώτες συστάδες από κατάφορτες με πορτοκαλοκίτρινους καρπούς φραγκοσυκιές. Είχαμε προνοήσει για όλα τα χρειαζούμενα, μαχαίρια διαφόρων τύπων δηλαδή και χοντρά γάντια προστασίας από τα αγκάθια της, με αποτέλεσμα οι πάνινες τσάντες που κουβαλούσαμε να γεμίσουν ταχύτατα μέχρι επάνω. Φυσικά, είχαμε και πιρουνάκια για να απολαύσουμε μερικά φραγκόσυκα επιτόπου, δεν είμεθα ασεβείς, αγαπητοί. Και, παρά την κτηθείσα από δεκάδες παρόμοιες εξορμήσεις επιδεξιότητα και τη γνώση για το πώς ξεφλουδίζονται, δεν κατόρθωσα να αποφύγω δύο επώδυνα κεντήματα. Τα εξέλαβα, πάντως, ως αντίδωρο για την πλούσια προσφορά της θεάς.
Άλλωστε, ο αζτεκικός μύθος που περιγράφει τη γέννηση της φραγκοσυκιάς, συνδέοντάς την ταυτόχρονα στενά με την ίδρυση της λαμπρής πρωτεύουσας Τενοτστιτλάν, είναι αιμοβαφής. Σε τέτοιο βαθμό νοσηρότητας μάλιστα, που θα τον ιστορούσα μόνο σε όσους απολαμβάνουν τις σκληρές ταινίες τρόμου. Χαρακτηρίζεται από μια εμμονή με την ανθρωποθυσία εκείνος ο πολιτισμός, που καταπίεζε με απίστευτη βαρβαρότητα τους λαούς που είχε υποτάξει. Και καταλύθηκε, ας μην το ξεχνάμε, από ακόμα χειρότερους εγκληματίες, τους Ισπανούς κονκισταδόρες. Καθόλου όμως δεν ευθύνεται η φραγκοσυκιά (Opuntia ficus-indica) για των εθνών το μένος και κάποιων τις νοητικές ακροβασίες. Διότι τα μακριά αγκάθια που καλύπτουν τους πεπλατυσμένους βλαστούς (δεν είναι φύλλα, και ας μοιάζουν με τέτοια) και οι δυσδιάκριτες τρίχες των καρπών που εύκολα εισχωρούν στο δέρμα, αποτελούν εξελικτικές προσαρμογές της. Βοηθούν να αντέχει καλύτερα στις ξηροθερμικές συνθήκες του περιβάλλοντός της, αλλά κυρίως την προστατεύουν αποτελεσματικά από τα φυτοφάγα ζώα. Οι Αζτέκοι καλλιεργούσαν πολλά συγγενικά είδη της φραγκοσυκιάς, που αξιοποιούνταν με διαφορετικούς τρόπους. Εμπορεύονταν μάλιστα την κοχενίλη, μια κόκκινη χρωστική που ακόμα βρίσκει εφαρμογές στη βιομηχανία τροφίμων και καλλυντικών, ξεραίνοντας ένα είδος εντόμου που παρασιτεί πάνω σε ορισμένα από αυτά. Παρασκεύαζαν σιρόπια, κρασιά και γλυκίσματα από τους καρπούς της κλασικής φραγκοσυκιάς, ενώ θεωρούσαν περιζήτητο λαχανικό τους τρυφερούς βλαστούς της, τα νοπάλες, όπως ονομάζονται σήμερα στα ισπανικά. Ομολογώ ότι δεν ξετρελάθηκα όταν τα δοκίμασα, μου φάνηκαν υπόξινα και βλεννώδη, στο Μεξικό πάντως τρώγονται μετά μανίας.
Τη φραγκοσυκιά –ή αλλιώς αραποσυκιά και μπαρμπαροσυκιά, ονόματα ενδεικτικά της σύγχυσης που για αιώνες επικρατούσε σχετικά με την καταγωγή της– έφεραν στη Μεσόγειο οι Ισπανοί στις αρχές του 16ου αιώνα. Φυτευόταν σε σειρές που σχημάτιζαν γρήγορα έναν αδιαπέραστο από τα ζώα και τη φωτιά φράχτη. Είναι τέτοια η αντοχή της στην ξηρασία και η αναπαραγωγική της ορμή, ώστε σε περιοχές της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της Κρήτης όπου τίποτε άλλο δεν φυτρώνει, καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις. Κι αν τα τελευταία χρόνια γίνονται επιτέλους κάποιες οργανωμένες προσπάθειες ώστε να μάθουμε να απολαμβάνουμε τον γευστικό και ωφέλιμο για την υγεία καρπό της, η καλλωπιστική της αξία παραμένει παραγνωρισμένη. Με τους αρθρωτούς βραχίονες να υψώνονται δραματικά προς τον ουρανό, διαθέτει το ταλέντο να χαρίζει θεατρικότητα σε κάθε κήπο. Εντελώς ανέξοδα μάλιστα, καθώς πολλαπλασιάζεται εύκολα με μοσχεύματα που θα αποσπάσετε μέσα στο φθινόπωρο από το μητρικό φυτό και θα παραχώσετε ως τη μέση στο χώμα.
Αφήστε τη στον ήλιο
→ Η φραγκοσυκιά ανήκει στην οικογένεια των κάκτων και έτσι απαιτεί ηλιόλουστη θέση και έδαφος που στραγγίζει πολύ καλά για να ευδοκιμήσει. Εμφανίζεται ιδιαίτερα ανθεκτική στις προσβολές από ασθένειες, στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες, υποφέρει όμως όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους -4°C. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής της κάποια αραιά ποτίσματα θα ευνοήσουν την ανάπτυξή της, το ίδιο και μια ήπια λίπανση στις αρχές της άνοιξης.
Πηγή: kathimerini.gr – Κείμενο: Ορέστης Δαβίας