του Αντώνη Κουκλινού
Σ’ ένα μπερβόλι δροσερό κ’ ομορφοφυτεμένο,
με τσ’ αυλακές σειρά, σειρά και φρεσκοποτιζμένο.
Έστεκα να παρατηρώ, ίντα δε βγάνει η φύση,
τάξε πως είναι άθρωπος και θέλει να μιλήσει.
Οι ντομαθιές ξανοίγουνε, τη ν’ αγγουργιά να δένει,
και να πετά τσ’ αποκλαμούς, στ’ αυλάκι να μακραίνει.
Τση κολοκύθας το ν’ αθό, τη ταχινή ν’ αθίζει,
και στο καλάμι η φασολιά, να δένει να καρπίζει.
Κοκκινογούλια στη σειρά, να στέκουν ένα μπόι,
και το πουλάκι να τζιμπά, τα φύλλα να τα τρώει.
Τσι μελιτζάνες ρέχτηκα, τα βλίτα και τσι στύφνους,
και τα φλασκιά να κρέμουνται, στο δέτη σα τζι λύχνους.
Τσι πιπεργιές εζήλεψα, τσ’ αζογυροφασούλες,
παντέρμα ξενικόσταρα, να ψήσωμε βαβούλες.
Οι καταπότες δροσερή, ψιμίδα για σαλάτα,
κρομύδια, σκόρδα, κεντανέ, και άνιθο γεμάτα.
Μαρούλια δυό τριό λογιώ, μέσα στσι καντηφέδες,
και στη σειρά να στέκουνε, αμέστωτοι μπαμνιέδες.
Ίντα δε βγάνει ο τόπος μας, απούν’ ευλοημένος,
μέσα σε λίγες αυλακές, παράδεισος σασμένος.
Του περβολάρη απού ‘καμε, το γκόπο να φυτέψει,
και τα ποτίζει ταχτικά, μαξούλι να γυρέψει.
Του ‘δωκα συγχαρτήρια κ’ ας μη ντονε γνωρίζω,
σάικα κηπουρός καλός, του το αναγνωρίζω…