του Αντώνη Κουκλινού
Έτσε καιρό μετά τση Παναγίας, στο χωργιό μου ετοιμάζανε οι εργάτες τα μπογαλάκια ντος για το Μαλεβίζι.
Ο Λενακοζαχάρης ήτονε στη γειτονιά μας ο υπεύθυνος του αφεντικού, απου είχενε τ’ αμπέλια στσι Βούτες, όξω από τη Χώρα.
Εγώ εκλούθουνα τση μάνας μου….
Τα αφεντικά απου θυμούμαι ήτονε ο Κουρουπάκης ο Αντρέας, ο Σταύρος ο Κουτσόπετρος και ο Μεροδουλάκης ο Αντώνης.
Γυναίκες, άντρες και κοπέλια, επέρναμε το λωφορείο ούλοι μαζί μνιά πατούλια και εκατεβαίναμε στη Σταυρακιανή καμάρα.
Από εκειά μα σε βάνανε στο βαγόνι του τραχτεργιού και στη τρίκυκλη σκαφτικιά, να πάμενε στ’ αμπέλι.
Ο τόπος κακοπάντηδος πολλές φορές….
Είχενε πολλά αμπέλια φυτεμένα στσι τσούρες και εκουβαλούσανε τα τζιγκάκια στο ν’ ώμο με προσοχή στο χύμα να μη τζουρίσουνε και τα στέσουνε καντηλιέρι.
Τα κοπέλια με τσι γυναίκες εκόβγανε σταφύλια και τα πλιά μικιά εκουβαλούσανε νερό να ξεκαψώνουνται οι εργάτες.
Οι άντρες εκουβαλούσανε τα τζιγκάκια στο ν’ οψιγιά και εκειά τ’ αλουσουδιάζανε και τα πλώνανε οι απλώστρες.
Τα κοπέλια τα πέρνανε αναγκαστικά μαζί ντος για δε ν’ είχανε που να τ’ αφήσουνε αμοναχά, να γυρίζουνε σα ντου παπά το σκύλο στο χωργιό και ετσά εδουλεύγανε και βγάνανε και χαρτζηλίκι.
Εδουλεύγανε από τη ταχινή, σάμε αργά το βράδυ.
Τα μεσημέργια θελα κάτσουνε να φάνε μνιά μπουκιά ψωμί και φαίνεταί μου πως ονοστιμώτερη σαλάτα, με αυγά, πατάτες, ξυλάγγουρο, ψιμίδα και ζουμερή ντομάτα μέσα, δε ν’ εξανάφαγα.
Στο γιαγερμό καθ’ αργά στο σπίτι, ήτονε η καλύτερή μου.
Το μισό χωργιό μας, ήμαστονε ούλοι μνιά παρέα.
Με το που θελα φτάξομε να πλυθούμε, οι γυναίκες ετοιμάζανε το φαϊτό.
Απο τα φαγιά που θυμούμαι και μ’ αρέσανε ήτονε οι μελιτζάνες γιαχνί με πατάτες και ξυνόχοντρο μέσα.
Εμαγερεύγανε και μπάμνιες, φασολάδα, φασουλόριζο, φακές, ροβύθια, για κρέας ήμαστονε πολλοί νομάτοι και ήτονε δύσκολο, άντε να ψήνανε μνιά φορά κιανα δυό όρθες απου δε ν’ εκάνανε τ’ αυγό .
Και πάλι καλά γιατί τα χρόνια ήτονε δύσκολα.
Μνιά παρέα ούλοι μαζί θελα κάτσομε όπου βόλευγε να φάμενε.
Και ο ύπνος ήτονε ούλοι μνιά στρωματσάδα χάμε στη ν’ αυλή.
Όπχιος ερουχάλιζε το νε πέμπαμε στη ν’ άκρα ν’ άκρα για δε μας άφηνε να κοιμηθούμενε και ο διπλανός του το νε μπίκιζε να γυρίσει πλευρό.
Πόσες ιστορίες και πόσα χάχανα εγροίκας κάθ’ αργά σάμε να κοιμηθούμε.
Η κούραση του μεροκάματου, ήτονε η αιτία, να χομε ύπνο που ήτονε πραγματικά γλυκός και δε μας έγνοιαζε πως εθέταμε χάμε.
Είκοσι μέρες εκάναμε και παραπάνω.
Στην υστεργιά στο μάζωμα τση σταφίδας, εκαθίζανε οι άντρες απου εμπορούσανε να σηκώνουνε τα τσουβάλια και τελειώνανε τη δουλειά.
Οι μνήμες πολλές και ο Αύγουστος μετά τση Παναγίας, κάθε χρονιά ήτονε ετούτο να το ταξίδι, σάμε τσι παραμονές του Τιμίου Σταυρού.
Ερήμωνε το χωργιό και εθώργιες μόνο γερόντους.
Απίς θελα γιαγύρομενε οπίσω, εξαναζωντάνευγε ο τόπος.
Εκάναμε το πανηγύρι στο Κάρταλο, να τιμήσομε το Τίμιο Σταυρό και μετά τη ν’ εκκλησία εκαθίζαμε στη χορεύτρα να γλεντίσομε και το βράδυ στη πλατέα τση Γληγοργιάς εκάναμε γλέντι σάμε τη ν’ επαύριο.
Η εποχή με τα ρόγδια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα απίδια και τα μποστανικά.
Εντακέρνανε να ‘ρχουνται και οι σινεματζήδες, γιατί εκατέχανε πως έχομε λεφτά και εγέμιζε η πλατέα κόσμο και η τσέπη ντος παραδάκι.
Μα και οι παγωτατζήδες με τη τρίκυκλη, παγωτά το ‘’ρόδον’’, επερνούσανε κάθα μερά.
Ηρχούντονε και οι δασκάλοι να ανοίξουνε το σκολιό μας, απου είχενε πάνω απο ογδόντα μαθητούδια και σήμερο κλειστό και ρημαγμένο.
Παντέρμη εποχή απου εκαταλάβαινες ίντα θα πεί πραγματικά ζωή.
Να μη μιλήσω για σήμερο….
Άλλη ώρα… εδά ζω στο κόζμο μου… αφήσετέ με ορνικό μου…!!!
Αντώνης Κουκλινός…. Αθεράπευτα οπισθοδρομικός…..!!!