Υπολογίσιμη δύναμη αποτελούν τα εσπεριδοειδή για τη χώρα μας, τα οποία αποτελούν σημαντικό πυλώνα του πρωτογενή τομέα καθώς και έναν δυναμικό κλάδο που στηρίζει την οικονομία.
Ταυτόχρονα, τα ελληνικά πορτοκάλια κυριαρχούν στις αγορές, τα οποία έχοντας ως σύμμαχο την ποιότητα, αποτελούν το πρώτο εξαγώγιμο φρούτο.
Όμως, οι νέες ποικιλίες σε πορτοκάλια και μανταρίνια, τα νέα υποκείμενα, η αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ποικιλιών για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων όλο τον χρόνο, η αξιοποίηση του γενετικού υλικού καθώς και η μείωση του κόστους παραγωγής με τη χρήση νέων τεχνολογιών και καινοτόμων καλλιεργειών καθώς και συλλογικών σχημάτων/ομάδων, αποτελούν τα απαραίτητα βήματα ώστε τα εσπεριδοειδή να αποκτήσουν τη θέση που τους αξίζει τόσο στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή αγορά όσο στην εγχώρια.
Και αυτό γιατί, αν και τα εσπεριδοειδή αποτελούν την τέταρτη δενδροκαλλιέργεια της χώρας και τα πορτοκάλια το πρώτο εξαγώγιμο φρούτο, οι οπωρώνες γερνούν, οι νέες ποικιλίες που έχουν ανάγκη οι αγορές, οι συντονισμένες δράσεις λείπουν. Ταυτόχρονα, η διακίνηση ατυποποίητων προϊόντων από το αγρόκτημα θέτει σε κίνδυνο τη φήμη τους.
Φθίνουν τα «παραδοσιακά» κέντρα
Οι εκτάσεις στα τρία «παραδοσιακά» κέντρα παραγωγής εσπεριδοειδών (Άρτα, Άργος, Λακωνία, Κρήτη) με τα χρόνια φθίνουν, ενώ δημιουργούνται νέα κέντρα παραγωγής (Αιτωλοακαρνανία).
Η ανατριχιαστική, άγνωστη ιστορία λοβοτομής της Εβίτας Περόν
Αυτό προκύπτει από στοιχεία για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών στην Ελλάδα μέσα από μελέτη που καταρτίστηκε για την αναδιάρθρωση και την ανασύνταξη του τομέα και παρουσιάζει ο εντεταλμένος ερευνητής του ΕΛΓΟ Δήμητρα Δρ. Βασίλης Ζιώγας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα εσπεριδοειδή είναι η τέταρτη σε έκταση δενδρώδης καλλιέργεια στην Ελλάδα και η τρίτη σε αριθμό δέντρων μετά την ελιά και τα πυρηνόκαρπα.
Από το 1998 έως το 2021 καταγράφεται μία μείωση των στρεμμάτων. Ειδικότερα, το 2021 καλλιεργήθηκαν 404.600 στρέμματα εσπεριδοειδών με παραγωγή που άγγιξε το 1.063.760 τόνους, ενώ το 1998 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ανέρχονταν σε 582.110 στρέμματα με παραγωγή που έφτανε το 1.102.427 τόνους.
Στο σύνολο της χώρας καλλιεργούνται 280.600 στρέμματα πορτοκαλιών και παράγονται 818.000 τόνοι.
Στα 77.200 στρέμματα ανέρχεται η καλλιέργεια μανταρινιών στο σύνολο της χώρας, με παραγωγή που φτάνει τους 145.000 τόνους.
Σε ό,τι αφορά τα λεμόνια, στο σύνολο της χώρας καλλιεργούνται 35.400 στρέμματα με παραγωγή που φτάνει τους 85.000 τόνους
Που καλλιεργούνται
Στα πορτοκάλια και στα γκρέιπφρουτ η καλλιεργούμενη έκταση και η παραγωγή μειώνεται, ενώ στα μανταρίνια παρουσιάζει αύξηση. Παράλληλα, η καλλιεργούμενη έκταση στα λεμόνια είναι σταθερή, ενώ η παραγωγή εμφανίζει ανοδική τάση.
Το 54% της καλλιεργούμενης έκτασης πορτοκαλιών εντοπίζεται στις ΠΕ Αργολίδας και Λακωνίας, το 37% των μανταρινιών στις Π.Ε.Αργολίδας και Θεσπρωτίας και το 32% στις ΠΕ Άρτας και Λακωνίας. Επίσης, το 57% των εκτάσεων με λεμονιές εντοπίζεται στις ΠΕ Αχαΐας και Κορινθίας.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, το 60% των πορτοκαλιών παράγονται στις ΠΕ Αργολίδας και Λακωνίας, το 49% των μανταρινιών στις ΠΕ Θεσπρωτίας και Αργολίδας, και το 47% των λεμονιών στις ΠΕ Αχαΐας και Κορινθίας.
Επίσης, στο σύνολο της χώρας καλλιεργούνται συνολικά περίπου:
- 1.800 στρέμματα γκρέιπφρουτ (Κρήτη και Πελοπόννησο)
- 172 στρέμματα κουμκουάτ (Κέρκυρα)
- 161 στρέμματα περγαμότο (Ξυλόκαστρο και Άρτα)
- 54 στρέμματα Κίτρα (Κρήτη)
- 53 στρέμματα Φράππες (Κρήτη)
«Γερασμένοι» οπωρώνες και ποικιλίες από το ‘90
Παράλληλα, όπως διαπιστώνεται από την Ελλάδα απουσιάζουν οι νέες ποικιλίες, ενώ τα δέντρα χρονολογούνται ακόμα και από την δεκαετία του ’80-90.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της έρευνας, το 64,4% των οπωρώνων με πορτοκάλια είναι γερασμένο, ενώ παραγωγικό είναι το 33,6% και νεαρά μόλις το 2%.
Αντίστοιχα, στα μανταρίνια γερασμένο είναι το 41,7% του οπωρώνα, παραγωγικό το 52% ενώ νεαρό το 6,3%.
Σχεδόν οι μισοί οπωρώνες με λεμόνια, το 52,5% είναι γερασμένο, παραγωγικό το 41,8% ενώ νεαρό 5,7%.
Στα πορτοκάλια, η ποικιλία που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι τα ομφαλοφόρα Ουάσιγκτον (Μέρλιν), σε ένα ποσοστό περίπου 43,25% και ακολουθούν . Ένα 19% είναι οι Ναβαλίνες (19,84%), τα Βαλέντσια (17,19%), τα Lane Late (10,87%) κ.λπ.
Η καλλιέργεια σε νέα τροχιά
Τα βήματα που οφείλει να κάνει η χώρας μας προκειμένου να ξαναμπεί σε βιώσιμη τροχιά η εσπεριδοκαλλιέργεια, περιγράφει στον ΟΤ ο εντεταλμένος ερευνητής του ΕΛΓΟ Δήμητρα Δρ. Βασίλης Ζιώγας.
Η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, σύμφωνα με τον Δρ. Ζιώγα είναι η δημιουργία πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού, απαλλαγμένο από φυτοπαθογόνα. «Σε δεύτερη φάση απαραίτητο είναι να μελετηθούν οι ποικιλίες, τις οποίες αυτή την στιγμή ζητά η αγορά, καθώς και νέες ποικιλίες προερχόμενες από άλλες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστραλία. Αυτές θα πρέπει να έρθουν στην Ελλάδα, να μελετηθούν από τους εμπλεκόμενους φορείς και να δούμε ποιες είναι οι κατάλληλες, πώς ανταποκρίνονται στην χώρα μας, ώστε οι παραγωγοί να αποκτήσουν έναν ολοκληρωμένο οδηγό για την καλλιέργεια», τονίζει.
Παράλληλα, σημαντικό ζήτημα είναι η εξεύρεση νέων υποκειμένων, ανεκτικά και ανθεκτικά στον ιό της τριστέτσας, που πλήττει τα εσπεριδοειδή και ιδιαίτερα τη νερατζιά. «Αν και οι έρευνες έχουν προχωρήσει στην Ισπανία και στην Αμερική, ακόμα δεν έχουν φτάσει στην Ελλάδα ώστε να μελετηθούν για να καταλήξουμε πώς τα νέα υποκείμενα ανταποκρίνονται στα ελληνικά εδάφη, πώς θα σωθούν τα δέντρα από τον ιό και δεν θα επηρεάζεται η παραγωγή, όπως ακριβώς έκανε η Βραζιλία και η Ισπανία, οι οποίες άλλαξαν τα υποκείμενα και έσωσαν την καλλιέργειά τους», εξηγεί ο δρ. Βασίλης Ζιώγας.
Νέα συστήματα και οργάνωση
Μεγάλης σημασίας αποτελεί και η ανάγκη για εξεύρεση νέων συστημάτων θρέψης και νέες καλλιεργητικές τεχνικές, για την μείωση του κόστους παραγωγής. Χαρακτηριστικό είναι, ότι σε άλλες παραγωγικές χώρες εφαρμόζουν πιο πυκνές φυτεύσεις, νέα σχήματα στα δέντρα, διευκολύνουν την πρόσβαση των εργατών στα δέντρα, μειώνοντας το κόστος. «Αυτά στην Ελλάδα δεν γίνονται. Θα μπορούσαν όμως να εφαρμοστούν σε περιοχές με μεγάλο κλήρο όπως στην Αιτωλοακαρνανία», λέει.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει για την οργάνωση του συστήματος, όπως για παράδειγμα η δημιουργία ενός πολυδύναμου Ινστιτούτο εσπεριδοειδών στα πρότυπα του εξωτερικού, ώστε να μπορέσει να στηρίξει ολιστικά την καλλιέργεια. «Τα εσπεριδοειδή είναι μία από τις κύριες καλλιέργειες και ένας σημαντικός πυλώνας της αγροτικής οικονομίας της χώρας καθώς είναι ένα από τα πλέον πιο εξαγώγιμα προϊόντα», σημειώνει.
Εξάγουμε πορτοκάλια, εισάγουμε λεμόνια
Από τα είδη εσπεριδοειδών κυρίαρχο εξαγώγιμο είναι τα πορτοκάλια, ενώ ανοδική τάση παρουσιάζουν τα μανταρίνια και τα λεμόνια, ενώ κυρίαρχο εισαγόμενο είναι τα λεμόνια και μετά ακολουθούν τα γκρέιπφρουτ και τα πορτοκάλια.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα εσπεριδοειδή, και ιδιαίτερα τα πορτοκάλια, τα οποία κατευθύνονται περισσότερο προς εξαγωγή είναι η ποιότητα. «Αυτό είναι που μας κάνει ανταγωνιστικούς, αυτό είναι που γνωρίζει καλά η αγορά και προσφέρει καλές τιμές στον παραγωγό», επισημαίνει.
Από την άλλη πλευρά, από την ΕΕ υπάρχει η πίεση από χώρες όπως το Μαρόκο, την Αίγυπτο και την Τουρκία, όπου τα εσπεριδοειδή καλλιεργούνται σε περιοχές με χαμηλά εργατικά και μειωμένο κόστος, με αποτέλεσμα να πουλάνε τα προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Πάντως σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Incofruit Hellas, από την 1η Σεπτεμβρίου 2022 έως και τις 5 Μαΐου 2023 η εξαγωγή πορτοκαλιών ανήρθαν σε 312.984 τόνους αυξημένες κατά 27,8% συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή σεζόν και των μανταρινιών σε 154.633 τόνους αυξημένες κατά 28,5%.
Αλλαγή νοοτροπίας
Ως έναν από τους σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας, ο Δρ. Βασίλης Ζιώγας, θέτει την αλλαγή νοοτροπίας του παραγωγού, αλλά και την δημιουργία μας δυνατής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Εσπεριδοειδών, που θα συντονίζει όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου τα εσπεριδοειδή να αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκουν.
«Ο παραγωγός πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να λειτουργεί ως μονάδα, αποκομμένος από τους πάντες. Πρέπει να ενταχθεί σε ένα συλλογικό/συνεταιριστικό σχήμα, να διακινεί τα προϊόντα του μέσα απ’ αυτά και να σταματήσει το «μαύρο» εμπόριο μέσα από τον αγρό, σε χαμηλές τιμές, που πλήττει τον κλάδο και καθορίζει και το υπόλοιπο της αγοράς», καταλήγει ο εντεταλμένος ερευνητής.
Πηγή: in.gr