Γράφει ο Γιώργος Σηφακης (Σιμισακογιώργης)
Τον Παπαντώνη πιάσανε
κι αφήσανε τον Μίχο
και σου’ ρχεται να τη χτυπάς
την κεφαλή στον τοίχο.
Στο στόμα πιάσαν τον παπά
μα και την παπαδιά του
τόσο καιρό δεν κάτεχαν
ποιαν ‘ είν’ η καταδιά του ;
Αν έχει λίρες, μετρητά
ράβδους χρυσού, αλυσίδες
η ακριβά διαμαντικά
χωσμενα σε θυρίδες ;
Γιαηντα κιανείς δε μίλησε
εικοσιπέντε χρόνια
για όσα πάθη κρύβανε
σ’ αμαρτωλά σεντόνια ;
Γιαηντα κιανείς δε βρέθηκε
για να τσ’ υπερασπίσει
ένα καλό δεν έκαμαν
κάποιος να μολοησει ;
Πήρανε φόρα στσ’ εκπομπές
διάφοροι παπαγάλοι
εισαγγελείς γενήκανε
κι ανακριτές μεγάλοι.
Η μπόχα που απλώθηκε
σκέπασε την Ελλάδα
μα τα κοπέλια σήμερα
θα βρίσκουν φασολάδα ;
Γιατί αυτά ‘ ναι θύματα
ποιός δε θα συμφωνήσει
ένα π’ αυτά στο σπίτι του
ποιός θα φιλοξενήσει ;
Ποιός είναι αναμάρτητος
τσ’ άλλους για να τσι κρίνει ;
ποιός βγάνει την απόφαση
πριν τη δικαιοσύνη ;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα
ποιός θα μου απαντήσει ;
να πω κι εγώ πώς βρέθηκε
στο αίνιγμα η λύση ;