Του Αντώνη Κουκλινού
Μπροσάφορμο το κοπέλι, με το παραμικρό ετσίνα και δεν άλλασε γνώμη, με πράμα.
Κουρκουζάνης σκέτος, ότι θελα κόψει το ξερό ντου, αυτό είναι.
Μνιά μέρα εμαγέρεψενε η μάνα ντου, κολοκύθια, με τσι πατάτες σφουγγάτο.
Εκάτσανε ούλοι στο τραπέζι να φάνε, μα εκείνο δε ν’ εσήμωσε.
-Έλα… σίμωσε στο τραπέζι να φάμε, του κάνει η μάνα ντου…
Το κοπέλι μανισμένο, με τα χέργια ντου στα σκέλια, ήσκυφτε να μη τζι ξανοίγει.
-Σήμωσε στο τραπέζι να φας, να μη σηκωθώ απάνω, του κάνει ο κύρης του.
Πράμα…το κοπέλι δε κουνεί απ’ τη θέση ντου.
Τρώνε τα αποδέλοιπα κοπέλια και πότε, πότε, τσιμογελούνε και το ξανοίγουνε.
-Δε σ’ αρέσουνε τα κολοκύθια εεε…νηστικός θα θέσεις μόνο να το κατέχεις, εγώ δε κάνω άλλο γάμο για να φας…του κάνει η μάνα ντου.
Πράμα το κοπέλι…μούδε μιλεί μούδε λαλεί.
Σαν εποφάγανε, εσηκωθήκανε και κάτσανε μνιά ολιά στη μπαρασιά…
Έκαμε τσιγάρο ο κύρης του, εκαθάρησε και δυo καρύδια να πχεί τη ρακή ντου…
Μετά από λίγο ετοιμαστήκανε να πα να θέσουνε.
-Σήκω απάνω νηστικέ, να πα να ξαπλώσεις…του φωνιάξανε…
Εσηκώθηκε μουτρωμένο και πάει και κουλουργιάζεται ένα κουβάρι, στο ντιβάνι.
Σαν εκοιμηθήκανε ούλοι…επείνα το κακορίζικο και σηκώθηκε κατσά, κατσά και πάει στη κουζίνα.
Ξανοίγει να βρει πράμα να χαφτεί, μα πράμα… μόνο ένα νταγκούλι παξιμάδι, είχενε στο τραπέζι.
Η πείνα όμως δε χαρίζει…
Εξεσκέπασε τη κουρούπα με τα σίγλινα και βουτά τη χέρα ντου μέσα, να πχιάσει ένα μεζέ.
Δε ν’ τόχενε ξανακαωμένο πάλι ετούτονα, έτσα με τη γλίνα να φάει το κρέας, μα ήρεσέ ντου.
Έφαε καλά και επήγε και έθεκε.
Επήρε ντο χούι και κάθε νύχτα εβούτα τη χέρα ντου, στα σίγλινα.
Μνιά μέρα επήγε η μάνα ντου να βγάλει απ’ τη κουρούπα να μαγερέψει και θωρεί να λείπουνε τα μισά και πλιά κάτω.
Ε, φώνιαξε τ’ αντρούς τση…
-Έβγαλες καθόλου σίγλινα από τη κουρούπα εσύ;
-Ίντα δουλειά χω με τα μαγεροψήματα και ρωτάς εμένα…τση κάνει.
Δε βγάνει άχνα, μόνο σκεπάζει τη κουρούπα.
Την έτρωε όμως η σκέψη, ίντα γενίκανε τα σίγλινα και πως άδειασε σάμε τη μέση η κουρούπα.
Σαν επεράσανε κάμποσες μέρες, εξαναθυμήθηκενε το περιστατικό και ξεσκεπάζει τη κουρούπα και θωρεί κατεβασμένα τα σίγλινα δυό πατωσές ακόμη.
-Ίντα δαίμονα συμβαίνει έπαέ χάμε, πχοιός μου τρώει το κρέας…μονολογεί.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ξεσκεπάζει τη κουρούπα και ρίχνει μνιά χούφτα πιπέρι, απάνω, πάνω και τη σκεπάζει…
-Τρως που τρως…να ιδώ εδά ίντα θα κάμεις…
Επήγε πάλι το κοπέλι τη νύχτα, κατσά, κατσά και βουτά τη χέρα ντου μέσα.
Σάμε να καταλάβει ίντα κατάπχιε, εκόντεψε να βγού ντα μάθια ντου από τη λαβουρδανιά, του πιπεργιού.
Γλακά ντελόγω στο σταμνί να βάλει νερό γερά, γερά και του πέφτει χάμε το λαΐνι.
Εκούσανε το βρούχος από μέσα και γλακούνε στη κουζίνα…
Θωρούνε το κοπέλι να τζοπηδά από τη καούρα και πχιάνει τα γέλια η μάνα ντου…
-Ίντα γελάς μωρή τροζή…ιντάκαμες του κοπελιού και τζοπηδά σάμε τα μεσοδόκια..!!!
Εβάστανε τη κοιλιά τζη απ’ τα γέλια και του κάνει…
-Επχιάσαμε το (μ)ποντικό απού μα σε τρώει τα σίγλινα
Πηγή: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΚΛΙΝΟΣ