Ξημερώνει της Παναγίας της Προυσιώτισσας!
Ψηλά, στὶς ἐλατόφυτες βουνοκορφὲς τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρυτανίας, καὶ σφηνωμένη ἀνάμεσα σὲ κάθετους γκριζωποὺς βράχους μὲ ἄγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Προύσου. Εἶναι σταυροπηγιακὸ καὶ ἱστορικὸ μοναστήρι, μὲ μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, ποὺ φιλοξενεῖ στὸ ἐσωτερικό του τὸν πρῶτο καὶ παλαιὸ ναὸ τῆς μονῆς. Μέσα σ’ αὐτὸν φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἐπονομάζεται Προυσιώτισσα καὶ ἑορτάζει μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια στὶς 22-23 Αὐγούστου.
Τὴ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου λέγεται ὅτι τὴν ζωγράφισε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ ἦλθε ἀπὸ τὴν Προῦσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (σύμφωνα μὲ τὸ χειρόγραφο 3 τοῦ κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσιωτίσσης). Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Προῦσα κάποιος εὐγενὴς νέος στὰ χρόνια της εἰκονομαχίας (829 μ.Χ.) ἐπὶ εἰκονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στὸ δρόμο ὅμως γιὰ τὴν Ἑλλάδα, στὴν Καλλίπολη τῆς Θράκης, τὴν ἔχασε καὶ ἡ εἰκόνα ἀποκαλύφθηκε θαυματουργικὰ σ’ ἕνα τσοπανόπουλο, μὲ μία στήλη φωτὸς σὰν πυρσὸς – γι’ αὐτὸ πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Πυρσὸς – στὸ μέρος ὅπου ἦταν κρυμμένη. Ὁ νέος, ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν Πάτρα, ὅταν τὸ ἔμαθε θέλησε νὰ τὴν πάρει. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα θαυματουργικὰ γύρισε καὶ πάλι στὸ ἄγριο μέρος τῆς Εὐρυτανίας, ὅπου ἀποκαλύφθηκε στοὺς ντόπιους βοσκοὺς τὴ νύχτα ἀπὸ 22 πρὸς 23 Αὐγούστου. Τότε ὁ νέος, μαζὶ μ’ ἕναν ὑπηρέτη του, πῆγαν καὶ αὐτοὶ ἐκεῖ, ὅπου ἔγιναν μοναχοὶ μετανομασθέντες Διονύσιος καὶ Τιμόθεος ἀντίστοιχα.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι τύπου Ὁδηγήτριας καὶ εἶναι ἐπιχρυσωμένη μὲ ἀργυροεπίχρυση ἔνδυση, δῶρο τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ φιλοξενοῦνταν στὴ Μονὴ τὴν περίοδο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 μ.Χ. Τὴν ἔνδυση, τὴν κατασκεύασε ὁ χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας τὸ 1824 μ.Χ., ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸν δεξιὸ ὦμο τῆς Παναγίας: «Ἡ Παντάνασσα. Δὶ ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρὶ Γεωργίου Καρανίκα, 1824».
Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 μ.Χ. ἀπὸ τοὺς γερμανούς. Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἂπ’ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο. Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.