Του Κωστή Μουδάτσου
ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΑ, ΤΟΝ ΑΛΛΗΛΟΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ!
Φτάσαμε μεσημέρι στο Σωκαρά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει τη κάτω βόλτα. Έκαιγε όμως. Το φως μας κτυπούσε στα μάτια και βάζαμε το χέρι να κάνομε αντήλιο. Ένα ζεστό αεράκι ερχόταν από το μεσσαρίτικο κάμπο . Ο παλιός πέτρινος καφενές μύριζε ρακί και καφέ. Πέντε –έξι νεαροί αγγουροξυπνημένοι έπιναν καφέδες στην βεράντα με τους βασιλικούς. Περάσαμε την αυλόπορτα , κοκκινισμένοι από τον ήλιο.
-Γειά σας! Ίντα γίνεται;
-Τι να γίνει; Σκλάβοι του καφενέ ποδώκαμε! Καλώς τους! Χαιρέτησε ο καφετζής.
-Γκαηβέδες!
-Από πού είσαστε;
-Εμείς οι δυο ερχόμαστε από τη Χώρα. Ο άλλος είναι χωριανός σας!
Ο Τάσος σήκωσε το ποτήρι του να ευχηθεί στην υγειά του αναπάντεχου μουσαφίρη.
-Σουμπασάκης , από το Sukara! Χοσμπουλντουκ, καλώς σας βρήκα!
Ο πρόεδρος αφού καλωσόρισε μονολογούσε.
-Οι δικοί μου ήρθαν από την Αξό στο Σωκαρά. Έμεναν στα τσαντίρια οι πρόσφυγες. Αρρώστιες και θανατικά! Ζόρι, πολύ ζόρι και να έχεις και το παπά να σου λέει ότι πάει να θάψει ένα σκύλο! Εσείς πως πορευτήκατε;
– Μας φώναζαν.. χμ.. ελληνόσπορους! Ξένοι κι εδώ , ξένοι κι εκεί! Το ’24, με την ανταλλαγή έφυγε ο παππούς, Τζαμίλ αγάς, αντάμα με τα αδέρφια του. Με το βαπόρι έφτασαν στη Σμύρνη και από εκεί πήγαν στο Αϊδίνη. Μετά ο ένας πήγε στην Αττάλεια και οι άλλοι δυό στην Έφεσο. Ο παππούς έκτισε το σπίτι όπως ήταν το κονάκι του εδώ, στο Σουκαρά! Η μάνα μου ήταν από το Ηράκλειο, Βεληδάκη το σόι της!
Η Ναταλία μετέφραζε τα λόγια ενώ γύρω απλωνόταν σιωπή. Ταμάμ!
Ο πρόεδρος σκεφτικός μιλούσε αργά-αργά.
-Καμίλ, πιο πέρα είναι το Βελούλι, Σωκαράς είναι κι αυτό! Εκεί ζούσαν πολλοί τουρκοκρητικοί!
– Έβετ. Ο παππούς το αναθίβανε ταχτικά! Εκεί θάψανε το προπάππου, τον Χουσείν. Φαρμάκι ο βίαιος αποχωρισμός από τόπους που αγαπάς ενώ στα χώματα τους κρύβουν τους προγόνους σου!
Ο Δάσκαλος κούνησε τη κεφαλή του.
– Δεν ξέρω που διάολο βαδίζομε! Υπάρχει η δεν υπάρχει σωτηρία; Δεν έχω όρεξη για πολλές κουβέντες , την αλήθεια θέλω.
– Καμιά φορά δάσκαλε καλλιά ‘ναι ένα όμορφο ψόμα που ομορφαίνει τη ζωή και παύει τα μίση και τα πάθη. Καιρός να φιλιώσουμε μα με ένα κρασί κι ένα φιλί μεθώ κι εγώ , μεθά κι ο άλλος! μουρμούρισα τραβώντας τα γένια μου! Άιντε να ξεκινήσει το τσούρμο για το Βελούλι!
Τα αγροτικά άρχισαν να χοροπηδούνε στο φαωμένο από τις νερουξές χωματόδρομο μέσα από τα ασημένια λιόφυτα της Μεσαράς. Απέναντι στα Αστερούσια λιαζόταν λάμποντας οι σκληροί βράχοι.
-Καλό καρπό έχομε φέτος και πρέπει να αναμαζώξω τη φάμπρικα για θα δουλέψομε σκληρά, είπε ο Νίκος τραβώντας ένα λεφούσι καπνό από το στριφτό τσιγαράκι.
Σαν πέρασαν την πέτρινη ξερολιθιά με την εκκλησία της Παναγίας είδαμε τα ερημοκαταλύματα.
-Επαέ ήταν η βρύση του χωριού, είπε ο Τάσος κι έδειξε προς την εκκλησία. Άμα δεν έτρεχε πήγαιναν με το λιβανιστήρι , θυμιάτιζαν και το νερό έβγαινε ξανά κελαρυστό, δροσάτο.
Ο Καμίλ αγνάντευε το χωριό. Μύρισε δυο-τρις φορές τον αέρα κι όρμησε στα χαλάσματα. Πέτρες και τοίχοι που χάσκουν κρύβουν μυστικά και το χρέος! Κουνούσε τα χέρια του μουρμουρίζοντας ευχές, ονόματα, ντοές, μακαρίες και fatiha. Έξυνε τη κεφαλή του και τραβούσε τα μουστάκια του. Η φωτογραφική μηχανή είχε πάρει φωτιά κι όσο γυρνούσε στα χαλάσματα και στα σοκάκια πείσμωνε όλο και περισσότερο. Άλλοτε με πλατιές δρασκελιές κι άλλοτε σιγά-σιγά μπαινόβγαινε στα μισογκρεμισμένα πέτρινα σπίτια και στις ξερολιθιές. Το είχε πάρει κατάκαρδα κι ούτε ρωτούσε , ούτε μιλούσε. Τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα και σιγομουρμούριζε ντοές. Η παρέα είχε μείνει στην άκρη του χωριού κουβεντιάζοντας. Η Ναταλία σοβαρή και δακρυσμένη έλεγε την δική της ιστορία.
– Όταν πήγα στην Κερασούντα, βρήκα το χωριό του παππού μου. Βρήκα του Αποστόλ το χωράφ με τις φουντουκιές. Γνώρισα τα παιδιά της αδερφής του παππού μου. Εκείνη είχε ερωτευτεί ένα τούρκο και δεν έφυγε. Άλλαξε το όνομα κι από Σοφία έγινε Φατμά, μα μέχρι που πέθανε, ρωτούσε για τα αδέρφια της.
Ο Νίκος ρουφούσε και φυσούσε το καπνό, κόντρα στον αέρα .
– Δεν μας έλεγαν πράμα για τις χαμένες πατρίδες! Δεν έπιαναν κουβέντα. Μόνο σαν έσμιγαν στις αποσπερίδες έκλαιγαν. Κι αν ρωτούσες, σου έριχναν τη γρυλιά και δεν ήθελαν πολλές κουβέντες. Κατάλαβες μια δουλιά επαέ!
Η κοπελιά της παρέας ντουχιούντισε.
– Τα ίδια μου λέει και ο Καμίλ. Αμίλητο νερό είχαν πιει. Μόνο έκλαιγαν σαν έσμιγαν στο δουκιάνι. Κουβέντα για τη Κρήτη! Σαν τσατιζόταν από τις ερωτήσεις έκοβαν τον αέρα με τη μια. «Άμα μιλώ για τους τόπους των προγόνω, ανάστεμα δεν θα κάμω επαέ!» Κι ύστερα πάλι σιωπή και κλάμα! Κι όμως μιλούσαν κρητικά , έτρωγαν κρητικά, παντρευόταν κρητικά. Με τις δουλιές που έκαναν στη Κρήτη ξαναπορεύτηκαν και στην Έφεσο. Αλλά, αχνιά-μιλιά! Σαράντα οικογένειες έφυγαν από το Βελούλι και τριανταεννιά από το Σωκαρά για τη Σμύρνη, έτσι γράφουν τα κιτάπια.
Ο Τάσος μουρμούρισε τα δικά του.
– Σ’ εκείνο το κούμο, στο χάλασμα ,δίπλα στης θειάς Διαμαντίνας, κρύφτηκε ο παππούς μου κι έπαθε πνευμονία. Το 1944. Οι γερμανοί βασάνισαν το θείο μου, δεκαοχτώ χρονώ ντελικανή. Τον σακάτεψαν στο ξύλο, του έβγαλαν τα δόντια και τα νύχια ,του έκοψαν τα δάχτυλα, τον έδεναν σε λυγισμένα κυπαρίσσια κι ύστερα έκοβαν τα σκοινιά και τον εκτίνασσαν στον αέρα. Κι όμως δεν μίλησε! Σαν πέταξαν το σώμα του, στη γυροποταμίδα, ένα τανκς πέρασε από πάνω του. Κείνο τον καιρό εκτέλεσαν δεκάδες χωριανούς οι ναζί. Δυο φορές, νύχτα, πήγε ο παππούς μου με κάμποσους σωκαριανούς για να μπορέσουν να θάψουν ότι βρήκαν από το σώμα του. Μετά ήρθε εδώ και κρύφτηκε στο κούμο με τις όρνιθες γιατί τον έψαχναν οι γερμανοί. Ογδονταεφτά χρονώ ήταν. Έθαψε τον ένα κι αγωνιούσε για τον άλλο που ήταν αντάρτης στα βουνά. Αρρώστησε. Βγήκε στο καθαρό αέρα και ξεψύχησε. Εδώ που στέκομε εμείς τώρα.
Ο Καμίλ κατηφόριζε από τη πάνω μπάντα του χωριού κι εγώ ανηφόριζα από τη κάτω. Τον είδα ανάμεσα στις συκιές και τις φραγκοσυκιές μπροστά στο τράφο.
-Κωστή νοιώθω κάτι τις, ανεμίζομαι το προπάππου, τον Χουσείν. Νοιώθω ένα κάλεσμα ,μια φωνή…
Σιώπησε απλώνοντας το χέρι στη καρδιά. Βγήκα σ΄ ένα πέτρινο τοίχο ακροβατώντας. Παρατηρούσα τον Καμίλ που πλησίαζε. Με βαρύ το ζάλο και αργό μπήκε μέσα στο μισογκρεμισμένο σπίτι. Στάθηκε στο βουλισμένο πετρόφουρνο και προχώρησε προς το μεγάλο τζάκι με την καμινάδα και τον ανηφορά να στέκει στο μέρος του δώματος που έστεκε ακόμη. Τα πατώματα των οντάδων είχαν καταρρεύσει μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της ταράτσας. Το πατητήρι ήταν μισογεμάτο χώματα και καλάμια. Τα δοκάρια αντιφέγγιζαν στο φως του ήλιου. Το υπόγειο ήταν φραγμένο από τα χώματα του δώματος. Πόρτες , καλάμια, παράθυρα, πελέκια… κάμερες και μουτουπάκια… τι να κρύβουν άραγε; Αναψοκοκκίνισε κι άρχισε τις ντοές. Που και που έμενε ακίνητος και μιλούσε στα ντουβάρια. Μετά σιωπούσε και με την ανάστροφη του χεριού σκούπιζε το κούτελο του.
-Καμίλ, δεν είναι μόνο ο θάνατος για τους ζωντανούς. Τα σπίτια σαν ερημωθούν γίνονται οι τάφοι του ίδιου του εαυτού τους! Έτσι κρύβουν τα μυστικά στη λησμονιά.
Έμπαινε εκείνος στις κάμερες και χαιρετούσε τα άψυχα αντικείμενα. Έστριψε το μουστάκι και στύλωσε τα χέρια στα ρουκούνια της εξώπορτας με το κεφάλι σκυμμένο. Ήπαιξα εγώ ένα σάλτο από το τοίχο στο δρόμο κι ανηφόρισα προς την παρέα που σιγοκουβέντιαζε.
-Που είναι ο Καμίλ, ρώτησε η κοπελιά.
-Χαιρετά και κάνει το χρέος του, απάντησα. Αλαφρώνει τη ψυχή από το βαρύ φορτίο.
-Αλλαχμπιλίρ! Ένας Θεός το ξέρει. Έψαξα όλο το χ ωριό με τη σκέψη να φωνάζει: «παππού στο τόπο σου είμαι, μίλησε να αλαφρώσει ο νους μου!» Ένοιωσα τη μιλιά, το χάιδεμα κι άνοιξε πανιά ο αμυαλός μου. Οδηγός ήταν στο χωριό αλλά το πατρικό μας σπίτι δεν μου το έδειξε! Τόση χαρά επήρε η καρδιά μου που δεν με πειράζει. Τούτο το χωριό, γύρω-τριγύρω, είναι οι τόποι των προγόνων μου. Ξεριζωμένος ένοιωθα μα ‘δα ριζώνω πάλι!
Άρχισε ο ήλιος να πέφτει και τα αμάξια πήραν το δρόμο για τα μινωικά πατητήρια κι από εκεί για το Σωκαρά. Στο καφενέ ο καζανάρης κερνούσε ρακί κι ο καφετζής κουβαλούσε πιάτα και πιατελάκια. Οι χωριανοί ερχόταν να χαιρετήσουν τον χωριανό τους. Οι κρυφοί πόνοι έψαχναν θεράπειο. Τα χαρωπά μαντάτα ήταν σεισμός που άνοιξε τις πόρτες της λησμονιάς και ο καφενές γιόμισε ιστορίες , μυστικά , ξεκληρισμούς και θύμησες φλογάτες. Ο Γιάννης, ο ιδιόμορφος επιστήμονας του χωριού μονολογούσε φωναχτά.
-Πεινώ γιατί δεν χόρτασα, διψώ γιατί δεν ήπια αλλά ανέ γενεί πόλεμος με τους γείτονες, τουφέκι εγώ δεν πιάνω να παίζω στους φίλους. Εγώ θα κάμω την πέτρα να ανθίσει. Καλά τα λέτε όλοι σας και μ’ έπιασε το κλάμα. Εσείς φύγατε από τα μέρη της Μικράς Ασίας, πρόσφυγες κι ήρθατε στο χωριό που εκείνος άφησε με το ζόρι για τα μέρη που σας έδιωξαν. Φιρμάνια και μαλιχουλές! Όταν οι νόμοι εξορίζουν άδικα των αδίκω τότε το δίκιο φεύγει στην προσφυγιά και στην εξορία.
– Εγώ, στη Γερμανία, δούλευα με δυο τουρκάκια και περάσαμε τσοκ γκιουζέλ, πολύ όμορφα, είπε ένας μεσοκαιρίτης από το διπλανό τραπέζι. Μαζί δουλεύαμε, μαζί γυρίζαμε!
Η πόρτα του καφενέ έτριξε. Ένας γέροντας πρόβαλε χαδεύοντας τα γένια του και στύλωσε τα μάτια. Μια ευγενική θλίψη απλωνόταν στο πρόσωπο του.
-Ποιος είναι ο μουσαφίρης;
-Σουμπασάκης απο το Σουκαρά. Σου καρα δηλαδή μαύρο νερό.
-Σουμπασή σε λένε κι είμαστε κι οι δυο Βελουλιανοί. Χαρίδημο με λένε εμένα. Ο Τζαμίλ αγάς έφυγε το ’24 για τη Σμύρνη μα στο δικό μας το σπίτι η αθιβολή του ήταν κάθε μέρα. Ο πατέρας μου και την ώρα που ψυχομαχούσε για το Σουμπασή μιλούσε. Γροίκα παιδί μου. Ο πατέρας μου ήταν δυο χρονώ σαν τον έφερε ο παππούς μου στο χωριό. Ορφανός. Είχε πεθάνει η μάνα του. Φτωχοί και πεινασμένοι. Από το Ψηλορείτη κατέβηκαν.
– Πες παππού και λαχταρά η καρδιά μου.
-Τη νύχτα αποχαιρετούσαν και το σκοτάδι ομπρός τους. Έφτασαν στο Βελούλι και κόνεψαν σε ένα κατάλυμα. Ο παππούς τραβούσε για το μεροκάματο κι πατέρας βρήκε καταφύγιο στου Σουμπασή το σπίτι. Στου Τζαμίλ αγά. Εκειά ήτρωε και εκειά μεγάλωσε, εκειά ήπαιζε με τα δικά του κοπέλια. Αυτός γλύτωσε τη φαμίλια μας από τη πείνα και τις αρρώστιες. Πόσες φορές η εφεντίνα χανούμ δεν ήκοψε βεντούζες στη πλάτη του κυρού μου!
Σώπασε ο γέρος μια στιγμή και ήπαιξε τα μάτια.
-Έχω να πω, συνέχισε δακρύζοντας, ότι εάν δεν ήταν ο Τζαμίλ αγάς εγώ δεν θα ζούσα σήμερο, θα είχε ποθάνει ο πατέρας μου. Δεν κατέχω αλλά ορκίζομαι ότι αυτά μου έλεγε ο μακαρίτης. Σίμωσε παιδί μου να σε αγκαλιάσω γιατί αυτή τη χαρά λαχταρούσα να τη ζήσω και δεν πίστευα ότι θα τη ζούσα. Νόμιζα ότι θα πέθανα πριν να τη προφτάσω.
Σηκώθηκε ο Καμίλ κράζοντας, «καλώς σε βρήκα», κι όρμησε στην αγκαλιά του γέρου. Φιλήθηκαν και τους πήραν τα κλάματα. Εκείνη την ώρα μπήκε ο γιος του Χαρίδημου, ο Μανόλης, στο καφενέ. Στάθηκε τρίβοντας τα μάτια του. Πετάχτηκαν όλοι απάνω αγκαλιασμένοι. Σώπαιναν, γελούσαν, έκλαιγαν κι άνθρωπος δεν έδινε σημασία στον αχνιστό λαγό πάνω στο τραπέζι. Ήπιαν κρασί , αναντράνισε ο νους και όλοι ξανακαθήσαν περιμένοντας τα μυστικά της νύχτας.
-Βρήκες το σπίτι παιδί μου;
-Τρεις ώρες γύριζα στα σοκάκια του Βελούλι . Στάθηκα σε κάθε σπίτι , μπήκα σε όλες τις πόρτες μα δεν το βρήκα. Δεν είναι κρίμα κι άδικο!
Ο γέρος έπιασε με τις φούχτες τα μαλλιά του κι έκλεισε τα μάτια του.
-Που να το κάτεχα πως θα ‘χα τέτοιο μουσαφίρη να πα σου δείξω το πορτί. Γυμνά ντουβάρια μείνανε και τα ταβάνια επέσαν, μα η πόρτα είναι μισοανοιχτή. Μην έχεις έγνοια και θα στο δείξω, να πούμε και κουτσομπολιά να σε καλοκαρδίσω. Με τάξη δείξε μου τις φωτογραφίες να μην πλαντάξει ο νους μου.
Κάθισαν σε ένα αδειανό τραπέζι μπροστά στη φωτογραφική μηχανή.
-Όχι, όχι, πάμε παρακάτω! Εδώ στη συκιά! Για να δω καλά! Αυτή με τη πόρτα! Χάνει τα ο νους μου με του παλιού καιρού τις λαχτάρες. Ίσκιοι με ίσκιους σμίγουνε και τα λόγια του κύρη θυμούμαι. Αυτή με τη πόρτα , αυτό είναι το σπίτι σας! Εκεί που καθόταν η Διαμαντίνα, του Τάσου η θεια.
-Μοιάζει με το σπίτι του παππού στην Έφεσο, στο Σελτζούκ. Καλά το σουσούμιαζα αλλά δεν ήμουν σίγουρος.
Γέλια δροσάτα γιόμισαν το καφενέ στο μεσονύχτι και τα ποτήρια αδειάσαν.
-Ήδωκε ο Θεός και σμίξαμε . Βρήκα το σπίτι του παππού , βρήκα τα γονικά μου! Ένα λεπτό να πάρω τηλέφωνο την αμπλάμ, την αδερφή μου.
Μόλις ανεχάσκησε να πει τα νέα η φωνή του πνίγηκε στους λυγμούς. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα κόκκινα μάτια. Αναγύρισε το πρόσωπο να μην φανεί το κλάμα . Η Ναταλία πήρε το τηλέφωνο να μιλήσει αλλά μόλις ξεστόμισε δυο λέξεις άρχισε τα κλάματα και τα δάκρυα έκαναν λούκια στα μάγουλα της. Ο Νίκος το πήρε στα χέρια του αμήχανος.
-Σελάμ, σελάμ, έχεις από όλους χαιρετισμούς. Κοίταξε ξαφνιασμένος τη παρέα. Βρε παιδιά αυτή δεν μιλάει, μόνο κλαίει. Μα γροίκα κλάμα , σαν μάνα που ξαναβρήκε το χαμένο παιδί κάνει! Εξεμασκούλωσε ο νους της!
Χοροστάσι ήστεσε το κλάμα στο καφενείο κι οι αναστεναγμοί της λύτρωσης αντιλαλούσαν στον αέρα. Δεν είναι αυτό παιγνίδι της φαντασίας, δεν είναι βαρύ μεθύσι. Τα μάτια ολοκόκκινα , οι λαιμοί φουσκωμένοι και τα λαρύγγια ένοιωσαν το κρασί που θα ξεμπλαντούσε τις καρδιές. Περήφανο το καφενείο χάρηκε κι η λύρα λάλησε στον αέρα για να αγκαλιαστούν τα χέρια και να χορέψουν στα ακροδάχτυλα τα κορμιά.
-Κάτσε Καμίλ να κουτσομπολέψομε λιγάκι. Ήταν πολύ αγαπημένοι , σαν αδέρφια. Ότι δεν είχε ο ένας, το έβαζε ο άλλος. Μα να, κάποτε ο πατέρας μου έκλεψε όρνιθες. Την άλλη μέρα τον βρίσκει ο Τζαμίλ αγάς και του λέει: « Μανωλιό , εσύ πήρες τις όρνιθες. Παππού πεινούσαμε! Μανωλιό να μου λες ίντα ζορ έχεις κι εγώ θα κάνω κουμάντο. Μη μάθεις παιδί μου στη κλεψά γιατί θα ‘χεις κακά ξέτελα!»
– Την ίδια ιστορία μου την είχε πει ο παππούς, ο Τζαμίλ αγάς! Μα ακριβώς η ίδια ήτανε!
– Άκου κι άλλη μια. Βγήκαν κλέφτες τη νύχτα για να κλέψουν τα πρόβατα του Τζαμίλ αγά. Τους πήραν χαμπάρι τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια του πατέρα μου, που σκοτώθηκαν αργότερα, το 1920, στο πόλεμο, κι έστεσαν χωσά. Τους στρίμωξαν και τους είπαν να μην αγγίξουν τα οζά του Τζαμίλ αγά γιατί ήταν δικός τους άνθρωπος. Θα σου δώσω ντοκουμέντο με τα ονόματα του παππού σου και του αδερφού του. Μην έχεις έγνοια . Βελουλιανοί είμαστε! Πατουχιά χωράφι δεν είχε ο κύρης μου και μας έκανε νοικοκύρηδες σαν έφευγε ο παππούς σου!
– Τα ίδια μου είπε κι εκείνος. Ήταν σαν αδέρφια. Όλο ιστορίες έλεγε για αυτούς τους ανθρώπους ο παππούς! Άχι, άχι! Ένα παλιό όνειρο ζούμε που μας τιμά σαν σόι. Τόσα χρόνια τα είχα βάλει με τον εαυτό μου, με το λογισμό και την καρδιά. Λυσσασμένη μάχη. Αλάφρωσα! Χαίρομαι που βρήκα τους τόπους των παππούδων, χαίρομαι για τους καινούργιους φίλους, χαίρομαι που ξαναβρήκα τη φύση των πραγμάτω. Αυτή ήταν η μια και μόνη επιθυμία, να δω το τόπο που χρόνια είχα στο μυαλό , από μωρό κοπέλι ίσαμε τώρα. Την είχα μπροστά στα μάτια μου, σε όλη τη ζωή μου. Καθημερινή λαχτάρα και να που έγινε. Ένα ταξίδι είναι η ζωή. Το Μάη ελάτε όλοι στο Κουσάντασι , στο κρητικό φεστιβάλ, δικοί μου καλεσμένοι. Ελάτε αδέρφια να γιορτάσομε όλοι μαζί . Δεν αρκεί να το ευχόμαστε, σας περιμένω όλους! Στενό σοκάκι στα ξεροτρόχαλα είναι ο δρόμος της ευτυχίας, κι εγώ σήμερο το διαβαίνω. Για να καταφέρεις κάτι δεν φτάνει να το θες αλλά πρέπει και να το λαχταρίσεις. Μπελεντίγιε Μπασκανί, πρόεδρε , σας περιμένω στο Κουσάντασι!
Ο Νίκος, ο πρόεδρος, ξερόβηξε , σηκώθηκε όρθιος κι έσπασε τη σιωπή. Σήκωσε το χέρι του κι έσκισε τον αέρα με δύναμη.
-Είμαι ο πιο πετυχημένος πρόεδρος! Κοίτα τι ζω! Δες που όλοι οι χωριανοί κερνούνε, φέρνουν πεσκέσια, αγκαλιάζονται , φιλιούνται , γελούνε και κλαίνε ευτυχισμένοι! Ορίστε φιλότιμο, ιδέ ανθρωπιά! Σαν να πέτυχα σαν πρόεδρος. Που είσαι δήμαρχε, που είσαι περιφερειάρχη να μας καμαρώνεις! Όμορφο είναι το χωριό μας! Εγώ κατάγομαι από την Αξό κι έγινα πρόεδρος στο Σωκαρά και ο Καμίλ από εδώ έγινε δήμαρχος στο Κουσάντασι! Υπόσχεση είναι η εκδρομή και θα την τηρήσω. Θα σου ρθούμε αδερφέ Σουμπασή και με το καλό να μας δεχτείς. Κοίτα να δεις! Όταν ήταν αυτοί έπαε, εμείς είμασταν εκειά και τώρα που είμαστε εμείς έπαε αυτοί είναι εκειά! Παλιοζωή , ψεύτη ντουνιά, κάλπικη κοινωνία!
Η Ναταλία τσίριζε ολόχαρη..
-Πρόεδρε, θα μεταδημοτεύσω στο χωριό σου, στο Σωκαρά!
-Πρόεδρε , βρήκες ακόμη ένα ψηφαλάκι , πέταξε ο καφετζής και τα γέλια γιόμισαν τον καφενέ.
– Στην υγειά των καλών ανθρώπων! Στην υγειά των πονεμένων ανθρώπων!
-Στη μακαρία των αποθαμένω μας!
-Απίκρατοι, χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι!
-Καθένας ας βρει το παράδεισο που ψάχνει ! Τσοκ γκιουζέλ!
Η νύχτα πλημμύρισε από τους ήχους της λύρας και τα κορμιά αγκαλιασμένα χόρευαν στα ακροδάχτυλα!