Γράφει ο Βασίλης Σμπώκος
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τότε που έφυγε από τη ζωή ο ξάδερφος μου ο Γιώργης Σμπώκος του Κλεισθένη ή Βλαστός.
Ένας άνθρωπος που από μικρός, έχοντας δασκάλους τους θείους του τους ατζαράδες, έμαθε να σέβεται τον Ψηλορείτη και την ιστορία του βουνού. Πήγαινε στου Σμπώκου το Πόρο και έβλεπε το προπάππου του το Σμπωκοβασίλη να πολεμά τους Τούρκους. Ανηφόριζε στις κόκκινες πλάκες ,το Βάρσαμο, το Σπήλιο που κρυβόταν ο θείος του ο μπαφ Κώστας, κυνηγημένος για τριάντα χρόνια επειδή ήταν αριστερός.
Έβλεπε απέναντι του τη σπηλιά όπου γεννήθηκε ο Δίας και τραγουδούσε και χόρευε με τους Κουρήτες και τους Ίδιους δάκτυλους στο κάμπο τση Νίδας.
Όταν αρρώστησε ο πατέρας μου τον έπαιρνες κάθε χειμώνα στο χειμαδιό και με το τρόπο αυτό του έδινες ζωή, περιμένοντας τον επόμενο χειμώνα να ξαναρθεί.
Θυμάμαι όταν παντρεύτηκες υπηρετούσα στο Ναύπλιο στο στρατό και δεν μπόρεσα να έρθω και σου έλεγα: τουτονά το παράπονο θα με φάει. Εσύ με κοίταζες και μου έλεγες: μπρε συ ξάδερφε για αυτό στεναχωριέσαι. Θα σφάξω θέλω ένα αρνί και θα βγούμε στο κάμπο να γλεντούμε να το φάμε.
Ξάδερφε είχες τη τύχη να έχεις δίπλα σου μια γυναίκα , την Ευγενία σου, όπως έλεγες που για δέκα χρόνια, στάθηκε δίπλα σου σαν βράχος. Ατελείωτες ώρες σε διαδρόμους των νοσοκομείων, ατελείωτα ξενύχτια στο προσκεφάλι σου , περιμένοντας να σε δει να σηκώνεσαι όπως πρώτα.
Θυμάμαι στο νοσοκομείο λίγο πριν φύγεις και μπήκα στο θάλαμο να σε δω. Η Ευγενία σου κρατούσε το χέρι , μετρούσε τις αναπνοές σου και τους χτύπους της καρδιάς σου και δεν άφηνε χώρο στο Χάρο για ναρθεί.
Δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Κατάφερε όμως να κάνετε παιδιά τα οποία ακολουθούν πιστά τα βήματα σας…….
Μπορεί στο διάβα ντου ο καιρός
όλα να τα ξεραίνει
μα η θύμηση σου από το νου
ωστέ να ζω δε βγαίνει.
ΣΜΠΩΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ΛΟΥΚΑΣ)
*Την Κυριακή 26 του Μάη θα τελεστεί μνημόσυνο στη μνήμη του ξαδέλφου μου στον ιερό ναό του Αϊ Γιάννη.