Του Γιώργου Μαμάκη
Ένα σωρός από χιόνι, τελευταία ψυχρή ανάσα του Μάη, έχει σωριαστεί αθόρυβα κάτω από την τρύπα της πέτρινης οροφής — σαν προσφορά από τον ουρανό στο άγιο λιτό δωμάτιο του Αφέντη Χριστού, στο εκκλησάκι της κορυφής του Ψηλορείτη.
Το χιόνι δεν είναι απλώς καιρικό κατάλοιπο· είναι παρουσία.
Λευκή, σιωπηλή, σχεδόν ιερή.
Κάθε κρύσταλλος πάγου κουβαλά τον άνεμο που μαστίγωσε τις πλαγιές· κάθε σταγόνα που λιώνει, μια προσευχή που στάζει αργά στο πέτρινο δάπεδο.
Κι όμως, αντί να κρυώνει κανείς, ζεσταίνεται — από τη μυστική αίσθηση ότι εδώ, στην καρδιά των σύννεφων, η ζωή και ο θάνατος, το καλοκαίρι και ο χιονιάς, γίνονται ένα.
Το εκκλησάκι δεν προσφέρει καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης· τα φιλοξενεί.
Η τρύπα στην οροφή δεν είναι ατέλεια, αλλά θύρα επικοινωνίας. Από εκεί κοιτά ο Θεός, κι ό,τι πέφτει από τον ουρανό δεν διώκεται — γίνεται λειτουργικό. Το χιόνι που μαζεύτηκε στο κέντρο δεν είναι παραφωνία· είναι ανάθημα. Λευκή κανδήλα, που ακόμη καίει.
Η στήλη του χιονιού ορθώνεται σαν μνημείο της αφής του ουρανού· μια αντίστροφη εικόνα του Θεού που, αντί να υψώνεται, κατέρχεται.
Ίσως αυτή να είναι η αληθινή λειτουργία του βουνού: όχι ψαλμοί, αλλά το λιώσιμο του χιονιού· όχι θυμίαμα, αλλά ο αχνός που αναδύεται όταν ο ήλιος φτάσει στο εκκλησάκι.
Οι πέτρες σιωπηλές, μα φορτωμένες μνήμες από παλιούς χειμώνες· και οι λίγοι προσκυνητές που φτάνουν ως εδώ δεν ζητούν θαύματα — μόνο να νιώσουν ότι ανήκουν σε έναν τόπο όπου το χιόνι του Μάη δεν απειλεί, αλλά προσκυνά. Όπου ο κόσμος αναποδογυρίζεται για λίγο και μέσα από μια τρύπα στην οροφή, ο ουρανός ακουμπά τη γη.