Την ιστορία αυτή αντέγραψα από ένα κείμενο που ευγενικά μου παραχώρησε ο καλός φίλος Ανωπολίτης κ. Αντρέας Χατζηπολάκης πριν μερικά χρόνια από το μηνιαίο περιοδικό ΚΡΗΤΗ της Παγκρητικής Ένωσης Αμερικής (18/9/2008)
Την ακόλουθον διήγησιν μου αφηγήθη ο ιατρός Ιωάννης Πωλιουδάκης εξ Ανωπόλεως Σφακίων τον Φεβρουάριον του 1909, ο οποίος μου είπε τα εξής:
–Μανώλη ο πατήρ μου Πωληός απέθανε εις ηλικίαν 107 ετών κατά το 1868, τον Δεκέμβριον μήνα, ώστε εις την επανάστασιν του Δασκαλογιάννη ήτο ηλικίας 10 ετών, και ναι μεν δεν ενθυμείτο εξ ιδίας αντιλήψεως λεπτομέρειες της πορείας της επαναστάσεως, εν τούτοις εγνώρισε προσωπικώς τον Δασκαλογιάννη, ο οποίος ήταν υψηλού αναστήματος, ανοιχτόκαρδος με μετρίαν γενειάδα, εφορούσε ευρωπαϊκά και είδους ημίψηλου πίλου σκληρού. Ενθυμείτο τα της εισόδου των Τούρκων στην Ανώπολιν και της φυγής των γυναικόπαιδων εις Γαύδον και αυτού τούτου, ως επίσης την αιχμαλωσίαν του μικρότερου αυτού αδερφού Νικήτα.
Ενθυμούμαι να μου λέγη ότι εις τα 1806 μετέβη εις την Μεσσαράν και μετήρχετο κι εκείνος τον ιατρόν. Ημέραν τινά εις Πόμπειαν προσεκλήθη από τινός Τούρκου προς επίσκεψιν του ασθενούντος πενθερού του. Αφού τον εξήτασε τον ερώτησε πόσον χρονών ήτο. Εκείνος του απάντησε: «Δεν ξέρω, γιατρέ παρά μόνον πως κάθομαι τώρα 35 χρόνια απάνω-κάτω εδώ και θα ήμουν καμιά τριανταριά όταν ήρθα από τα Σφακιά». Εκατάλαβα αμέσως πως πρόκειται περί αρνησιθρήσκου. Τον ερώτησα από ποια οικογένεια ήτο και κατήγετο από τους Αμιράδες! Εσκέφθην λοιπόν να τον ερωτήσω περί άλλων αιχμαλώτων ίσως δυνηθώ να μάθω τίποτα περί του αδερφού μου Νικήτα. Ο άνθρωπος ήτο καλός όχι όμως και Τουρκορωμιός ως οι σύντεκνοί μου Κουρμούληδες και Κερίμηδες. Από κουβέντα λοιπόν εις κουβέντα έμαθα ότι τους αιχμαλώτους παίδας Ανωπολίτας τους μετέφεραν ως εδώ επί το πλείστον εις Μονοφάτσι και τους ετούρκεψαν.
Μετ’ ολίγους μήνας εφρόντισα να εύρω λόγον προς μετάβασίν μου εις Μονοφάτσι και μετά πολλάς ερεύνας κατώρθωσα να εύρω και ανακαλύψω το ποθούμενον. Ερωτών ελεύθερα ως εκ της επιρροής μου ως ιατρός αφενός και της υποστηρίξεως των μεγάλων Κουρμούληδων και Μπραζέρηδων αφ’ ετέρου.
Ημέραν τινά εν τίνι καφενείο, εις γέρος Τούρκος μου υποδεικνύει ένα ωραίον άνδραν ηλικίας 45 ετών, λεγόμενον Χαλίλ Αγάν, καθήμενον εις σκιάν πλατάνου, με οπλισμόν ελαφρόν, αλλά λουσάδον, ως ένα εκ των εκτουρκισθέντων Σφακιανών αιχμαλώτων. Λαμβάνω αμέσως το κάθισμα και μεταβαίνω και καθίζω δίπλα του. Ούτος με εκλαμβάνει ως Τούρκον καθότιν εγώ ενεδυόμην όπως και ούτοι. Με χαιρετά με “οσκελντί”, αλλά εγώ για να μη παρεξηγηθώ του λέγω ότι είμαι ιατρός εκ Σφακίων, αλλά ότι διαμένω εις Μεσσαράν παρά των Κουρμούληδων. Ηνόησεν αμέσως ότι ήμουν Χριστιανός και μου λέγει καλώς όρισες εις τα χωριά μας και πρέπει κάθε λίγον καιρό έρχεσαι οθέ στα χωριά μας. Ήθελε να με πάρει να δω ένα του παιδί που είχε ρίγο. Εγώ του λέω ότι ευκαιρώ και εάν θέλη ύστερα από ολίγην ώρα να πάμε να το ιδώ.
Πράγματι μετέβην εις την οικίαν του, αλλά ευρέθην δυστυχώς απέναντι ενός παιδιού φθισικού. Μετά την εξέτασιν και την διάγνωσιν τον προσκαλώ στον εξώστην και του λέγω ότι ως παλληκάρι όπου φαίνεται και Σφακιανός να μην στενοχωρεθή δια την θέσιν του παιδιού του. Του συνέστησα επίσης ότι είναι ανάγκη να το χωρίση από τα λοιπά μέλη της οικογενείας του διότι κινδυνεύουν και τα άλλα. Εκείνος με ευχαρίστησε, το απέδωσε στο κισμέτι. Ήρχισα ολόκληρον θεωρία μέχρις ότου τον πείσω να το χωρίση. Μετά το φαγητόν εγυρίσαμε πάλιν στο καφενείον μου διέταξε καφέ και το απαραίτητο τσιμπούκι και αρχίσαμε διαφόρους ομιλίας. Αίφνης αποτόμως με ερωτά πως έμαθα ότι ήτο Σφακιανός. Εγώ του είπα την αλήθειαν ότι ως Σφακιανός θέλω να γνωρίσω τους χωριανούς μου και ίσως τους συγγενείς μου.
Μου λέγει λοιπόν ότι κάποιος Σφακιανός μεταπράτης(σακουλιέρης) του είπε προ είκοσι ετών ότι ομοιάζει με τους Ζαμπέτηδες από την Ανώπολιν και ότι πράγματι είναι από αυτήν την οικογένειαν, του Ζαμπετογιάννη υιός, διότι, όταν τον ετούρκεψαν, ήτο ως δέκα ετών και το ενθυμείτο. Του λέγω λοιπόν, ότι είμεθα στενοί συγγενείς και χωριανοί και εάν ενθυμείται τον αιχμαλωτισθέντα μετ’ αυτού, αδερφόν μου Νικήταν. Αυτός μου απαντά ότι τον γνωρίζει κι έχει μπεζάζικο ( σημ. υφασματάδικο) εντός της πόλεως του Ηρακλείου εις το μικρό Σανδριβανάκι. Φαντάσου την χαρά μου! Και ότι ονομάζεται Αβδουλάχ Σφακιανάκης.
Την επομένην αν και η απόστασις ήτο σύντομος δι’ Ηράκλειον επροτίμησα την επιστροφήν μου εις Μεσσαράν, όπως αναγγείλω εις τους Κουρμούληδες την ανακάλυψιν. Μετά δύο εβδομάδες αποφασίζω να υπάγω εις Ηράκλειον, το οποίον καλώς εγνώριζα. Μόλις εισήλθον επήγα στην εκκλησίαν του Αγίου Ματθαίου, επροσευχήθην και μετέβην χωρίς να ξεκουρασθώ προς εύρεσιν του αδερφού μου.
Πλησιάσας εις το Σαντριβανάκι άρχισε να με καταλαμβάνη εις φόβος και κάτι παλμοί που εφοβόμην ότι θα λιποθυμήσω. Με αντελήφθη εις μάγειρας Χριστιανός και με λαμβάνει εκ της χειρός και με οδηγεί εις το μαγαζί του όπου καθήσας και αναπαυθείς συνήλθον.
Διατάσσω φαγητόν, τρώγω, πίνω και κρασί και γίνομαι εντελώς καλά. Ερωτώ τον ξενοδόχον περί του μπεζάζικου του Σφακιανάκη και μου δεικνύει ακριβώς απέναντί μας μαγαζείον και εις το βάθος καθήμενον τον αδερφόν μου τον οποίον και να μη μου εδείκνυεν ασφαλώς θα εγνώριζον εκ της οικογενειακής ομοιότητος.
Αμέσως επανέρχονται οι παλμοί και ο φόβος. Φαίνεται δε ότι και η όψις μου εχάλασε διότι με αντελήφθη ο ξενοδόχος και ήρχισε να με ρωτά τι έχω και τι μου συμβαίνει. Αναγκάζομαι λοιπόν να ομολογήσω εις αυτόν τα του αδερφού μου. Μου λέγει, ο αγαθός πράγματι Εμμ. Αγαθάκης ξενοδόχος ότι και αυτός και άλλοι το γνωρίζουν ότι ήτο Χριστιανός, αλλ’ ότι είναι, αν και κάνει τον ήσυχον και φρόνιμον φοβερός Χριστιανομάχος και προτιμότερον να μη συναντηθούμεν.
Αλλά το αδερφικό αίσθημα με συνεκράτησε και επήγα προς συνάντησή του. Εισήλθα εις το κατάστημά του, τον εχαιρέτησα και τον ερώτησα αν έχη μαύρην τσόχαν δια ρούχα. Μου λέγει για να θέλεις απατός σου τσόχαν θα είσαι Σφακιανός (καθόσον σπανίως ενεδύοντο κατά την εποχήν εκείνη με τσόχινα ενδύματα Χριστιανοί μη Σφακιανοί). Επί τη καταφατική απαντήσει μου μου λέγει ότι είμεθα χωριανοί. Μου υπέδειξε δυό- τριών ειδών τσόχα και έπειτα του λέγω, ως χωριανόν τον βάλω εκλεκτόν και μου εξέλεξεν, εσυμφωνήσαμεν, τον πλήρωσα και μου είπε να καθήσω να μου προσφέρει καφέν.
Τότε εύρον καιρόν να τον ερωτήσω πότε έφυγεν από τα Σφακιά και εάν αιχμαλωτίσθη ή μόνος του τούρκεψε διότι δεν μπορούσε να το αρνηθή ότι εγεννήθη Χριστιανός. Τούρκους εις την επαρχίαν μας ποτέ δεν είχαμε. Η απάντησίς του ήτο ειλικρινής, ότι θα ήτο 7-8 ετών και ονομάζετο Νικήτας, ενεθυμείτο τα της αιχμαλωσίας του, τους γονείς του, τους αδελφούς του και ότι εκοινώνησε την Μεγάλην Πέμπτην του απαισίου έτους 1770. Εγώ του απήντησα, και πως δεν φροντίζεις να τους γνωρίσεις τώρα, ίσως ζούν. Η απάντησίς του μου εδικαίωσε αμέσως τον Αγαθάκην.
Τι νομίζετε ότι ήτο; «Κάθε ένας και η πίστις του». Εάν όμως εγνώριζε τους γονείς του θα τους επρότεινε να τουρκέψουν και εάν δεν ετούρκευαν θα τους εφόνευε. Αν και μικρός ενθυμείται ότι διαρκώς ύβριζον τους Τούρκους και την θρησκείαν των και ότι εις τοιούτον σημείον ήσαν, ώστε και τον σκύλον του ο πατέρας των ωνόμαζε «Σουλτάνον». Εγώ ήκουον και δεν ετόλμουν, μόνον τον έβλεπον εις τα χείλη τα οποία έχυνον δηλητήριον.
Τον ερωτώ δια τους αδελφούς του και μου λέγει, εκείνοι ήσαν μικροί, μόνον ένας ήτο μεγαλύτερος και ελέγετο Πωληός, και δεν ένοιωθαν, αλλά και αυτοί εάν εγλύτωσαν, σκύλοι θα έγιναν. Σιωπώ επί τίνα λεπτά και αναστενάξας με προέβλεψεν ειπών: «Εκακοφάνηκέ σου;» Εγώ και πάλιν αναστενάξας του είπον που να βάλεις εις τον νούν σου ότι αυτός που σε ακούει είναι αυτός ούτος ο αδελφός σου Πωληός!
Απαντά ότι είναι αδύνατον. Υποχρεούμαι να του ομιλήσω περί ενός επεισοδίου το οποίον έγινε εις το σπίτι μας 6 ή 7 ημέρες προ της φυγής μας και της αιχμαλωσίας και το οποίον ενθυμείτο και εκείνος διότι ήτο φοβερόν και παρεδέχθη.
Με ηρώτησε επίσης δυο ή τρία έτερα περιστατικά και τοιουτοτρόπως επείσθη ότι ευρίσκεται πρό του αδελφού του. Επέρχεται σιωπή ίσως ενός τετάρτου και τον βλέπω και σηκώνεται και λαμβάνει το τεπέκι (θύραν) του μαγαζιού του ετοιμαζόμενος όπως κλείσει λέγων μοι θα υπάγω εις το τζαμί να προσκυνήσω, και δίδων μοι τα χρήματα της αξίας της τσόχας, μοι λέγει: — Πάρε τους παράδες και χαλάλι σου η τσόχα και άλλοτε αν έλθεις στο Ηράκλειον να μην ξαναπεράσεις από το Σανδριβανάκι να σε δουν τα μάθια μου, μην αποφασίσεις δε να πεις σε κανένα ότι είσαι αδελφός μοι διότι αφεύκτως θα σε σκοτώσω όχι μόνον εις την Χώραν, αλλά όπου και να πάης. Εγώ του είπον ότι μου το είπαν Τούρκοι, του ονόμασα δε και τον Χαλίλ αγάν Μονοφατσιότην, αλλ’ εκείνος υβρίζων αυτόν μου λέγει οργήλης –Φύγε άπιστε αμέσως, ντεργκάς και ανεχώρησα.
Αποφασίζω κατόπιν και πηγαίνω εις τον γνωστόν μου μεγαλέμπορον σαπουνοποιόν Σαπουντζήν και του εξιστορώ όλα τα ανωτέρω. Εκείνος δε, με συνεβούλευσεν εάν θέλω την ζωήν μου να γυρεύγω την δουλειά μου. Πραγματικώς δε, τον ήκουσα. Έκτοτε δεν τον επανείδον. Έμαθα όμως ότι απέθανε πλούσιος αφήσας μια θυγατέρα έγγαμον ήτις έζη μέχρι του θανάτου του συμβάντος κατά το 1835 εις το Ηράκλειον.
Το άρθρο είναι του Εμμ. Α. Σταματάκη (πατρός του πρώην Προέδρου της Παγκρητικής Ενώσεως Κωνστ. Ε. Σταματάκη).
Πηγή: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Joanna Dimitriadou