Ένα εξάμηνο πριν τον ξεριζωμό παρακολουθούσε (ο πατέρας μου, από το Καβάκ του Ευξείνου Πόντου) τη Θεία Λειτουργία οικογενειακά στο διπλανό χωριό.
Οι Τούρκοι στο χωριό αυτό την Εκκλησία την κάνανε τζαμί καρφώνοντας με ξύλα τις εισόδους του Ιερού χωρίς να πειράξουν την αγία Τράπεζα και όλα τα Ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσε ο δικός μας ορθόδοξος Έλληνας Ιερέας.
Σε κάθε μεγάλη Χριστιανική εορτή και στη γιορτή του Αγίου που ήταν ο ναός μάς επέτρεπαν να κάνουμε Θεία Λειτουργία στην οποία ήταν παρόντες και οι μουσουλμάνοι του χωριού και ειδικά ο Χότζας μια και όλοι οι χωριανοί Έλληνες και Τούρκοι ήταν γκαρτάσια (αδέλφια).
Κατά τη διάρκεια αυτής της Θείας Λειτουργίας και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εισόδου και ενώ ο ψάλτης έψελνε το Χερουβικό
όλοι οι Μουσουλμάνοι μαζί και ο Χότζας έσκυψαν στα γόνατα, με το κεφάλι στο πάτωμα, σε αντίθεση με τους παρευρισκομένους Χριστιανούς οι οποίοι όρθιοι παρακολουθούσαν το γεγονός, με πίκρα και με τον λογισμό «γιατί μας κοροϊδεύετε αφού δεν πιστεύετε;».
Αυτό το πρόσεξε και ο Ιερέας, ο οποίος, μετά τη Θεία Λειτουργία κλαίοντας, ζήτησε τον λόγο από τον Χότζα με τον οποίο μια ζωή είχαν πολύ καλές σχέσεις, από τα παιδικά τους χρόνια.
Και η απάντηση του Χότζα ήταν: Τρομάξαμε και θαμπωθήκαμε από το φως αυτών που πετούσαν πάνω από το κεφάλι σου όσην ώρα κουβαλούσες το δισκοπότηρο.
Και συνέχισε, καλά εσείς δεν είδατε τίποτα γκαρντάς; Στο γεγονός αυτό ο πατέρας μου ήταν παρών σε ηλικία περίπου 12 με 13 χρονών..
Πηγή: Ηλιας Καλλιωρας