Κείμενο Γιώργος Ζωγραφάκης, συνταξιούχος Δάσκαλος και συγγραφέας
(Ξανα)διαβάζω αυτές τις μέρες ένα εξαιρετικό βιβλίο του φίλου και συσπουδαστή στην Π. Ακαδημία Νίκου Φασατάκη Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΑΜΠΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ και κοινοποιώ εδώ (μόλις το διάβασα) ένα “παραμύθι” που διηγείται στον συγγραφέα ένας βοσκός. Τίτλο έχει:
Ο Χριστός και ο βοσκός
Όντεν εγεννήθηκεν ο Χριστός ήτονε κρυγιώτη (κρύο) και περίσσια μάλιστα. Ο Σήφης κ’ η Παναγία λοιπό στενοχωρούντονε γιατ’ ήσανε σε ξένο ντόπο και δεν είχανε τίνος να το πούνε. Έπρεπε να κάμουνε πράμα (κάτι) για να ζεσταθεί το κοπέλι, μα ίντα; Εκειά που στέκανε στενοχωρησμένοι, ξανοίγει (κοιτάζει) ο Σήφης σα όξω και θωρεί αλάργο φωθιά. Εκατάλαβε μπως εκειά θελά βρει ό,τ’ ήθελε γκ’ εξεκίνησε. Ως έφταξεν, ήτονε νύχτα (α)κόμη, ένιωσε μπως επάθιε (πατούσε) πράμα ζωντανό, μα δεν εξετελαγιάζουντονε (δεν έφευγε αυτό). Επασπάτεψε λοιπόν με τα χέρια ντου κι είδε μπως ήσανε πρόβατα.
– Σε μάντρα κοντά ΄μαι και την έχω καλή (είμαι τυχερός) εσκέφτηκε.
– Πράμα παράξενο όμως, μούδ’ οι σκύλοι δε ντου γαυγίσανε. Μόνο (ο) βοσκός τσοι ξεχούγιαζε, μα πάλι δεν εξεκαταλαγιάζουντονε. Ωστόσο ο Σήφης ήτονε φταχτός (είχε φτάσει κοντά) κι ο βοσκός σαν είδε μπως δε κάνει πράμα με τσοι σκύλους, αρπά τη γκατσούνα (γκλίτσα) ντου και τση παίξει ένα απολυταρίδι (την πετά με ορμή) για να του βαρεί (να τον χτυπήσει). Δε ντου χτύπησε όμως κι ο βοσκός επαραξενεύτηκε.
-Φωθιά θέλω, βοσκέ, του κάνει ο Σήφης σαν επρόφταξε, γιατί πέρα κε ‘ναι μωροκόπελο κ’ εργά (μωρό παιδί και κρυώνει).
Εκοντοστάθηκεν ο βοσκός μ’ όσα είιδενε, μα πάλι δε ντου καλόρχουντανε να δώσει τη φωθιά.
-Δεν έχω χρειασίδι (αντικείμενο), να σου βάλω τα κάρβουνα, καημέχαλε (καημένε), λέει οκνά οκνά (σιγά σιγά).
-Ετουτονά σκέβγεσαι; Εγώ θα σου βρω, του κάνει ο Σήφης. Και πρίχου να το καλοπεί σκύβγει οθέ ντη μπαρασθιά (το τζάκι) και πιάνει μια χαχαλιά (χούφτα) κάρβουνα. Διπλώνει ύστερα το σάκκο (πανωφόρι) ντου και τα θέτει απάνω. Μούδ’ ο Σήφης όμως εκάηκε, μούδ’ ο σάκκος.
-Πράμα γίνεται ‘παέ (εδώ) απόψε κ’ είναι και για θάμασμα. Ετούτο που είιδα εγώ…, κάνει ο βοσκός.
Εκλούθηξε (ακολούθησε) λοιπό του Σήφη κ’ επήγα γκ’ είιδα ντο Χριστό στα ματζαδούρα (φάτνη). Τονε σκέπασε μάλιστας με το καπότο (κάπα) ντου (ο βοσκός), για να ζεσταθεί πλεια καλλιά. Κι απ’ ούλα ‘πού είιδεν επίστεψε γκιόλας. Ευλοηθήκαν όμως και τα πρόβατα, σα δεν εταράξανε, γιατί νιώσανε γιάιντα ‘ρχουντον ο Σήφης οθέ μτη μάντα.
Δεν είναι υπέροχο;
Και πάλι, Χρόνια Πολλά
και ευχές στον φίλο Νίκο Φασατάκη…