Κείμενο – Φωτογραφία: Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
Ο φόβος και η ανασφάλεια από ποικίλες αιτίες –πόλεμος, κοινωνικές συγκρούσεις, φυσικές καταστροφές- αλλά και η αποταμιευτική μανία ωθούσε πάντα τον άνθρωπο στην απόκρυψη των πολύτιμων αγαθών του, συχνά με τη μορφή νομισμάτων, σε σημεία που ήταν ή θεωρούσε μες στη σύγχυση, ως ασφαλή. Σπάνια ήταν προσφορές στον θεό ή για την καλοτυχία ενός κτηρίου («θησαυροί θεμελίων»). Σε γωνίες σπιτιών, σε τοίχους και σκεπές, κάτω από στρώματα ή δάπεδα, σε τάφους και σε χαρακτηριστικά σημεία της υπαίθρου, μες σε πουγγιά, σε αγγεία, σε μαντήλια ή στο τίποτα.
Κάπου «σίγουρα».
Συχνά η απόκρυψη ήταν τόσο «σίγουρη» που δεν ξαναβρέθηκε ποτέ ούτε από τον κάτοχο ούτε από συγχρόνους του. Όπως ο σκύλος το θαμμένο κόκκαλο.
Αιώνες μετά η τσάπα ενός γεωργού, η ορμή ενός χειμάρου, το σκεπάρνι του ανακαινιστή ή στην ιδανική περίπτωση, η ανασκαφική σκαπάνη τις φέρνει συμπτωματικά στο φως.
Χιλιάδες ανά τους αιώνες οι κρυμμένοι νομισματικοί θησαυροί, από διάφορα μέταλλα, πολύτιμα και μη, μαζί με κοσμήματα ή χωρίς.
Τέτοια ανέλπιστα δώρα της Τύχης μαρτυρούνται σε έγγραφα της Κρήτης από τον 15o αιώνα. Στη Βενετοκρατία μοιράζονταν ανάμεσα στην Εξουσία και τους ιδιώτες (ευρέτη, ιδιοκτήτη της γης κ.α.). Στην Τουρκοκρατία περνούσαν αυτόματα στο Δημόσιο Ταμείο.
Αφότου δημιουργήθηκαν αρχαιολογικές υπηρεσίες περνούσαν στη δικαιοδοσία της και αν υπήρχε ιδιώτης ευρέτης, εισέπραττε τη νόμιμη αμοιβή.
Το πρόβλημα για τη Νομισματική ήταν από πάντα και έως στα σήμερα παραμένει ακόμα καίριο, ότι τα περισσότερα τέτοια σύνολα, έξω από τον φράχτη ασφαλείας μιας ανασκαφής, ως προϊόντα συμπτώσεων ή λαθρανασκαφών από αρχαιοκαπήλους συνήθως χάνονταν στους δρόμους του παράνομου εμπορίου και της δίψας για το ανέλπιστο κέρδος.
Και πάμπολλες φορές ο ερευνητής πρέπει να ψάξει σερλοκχολμικά σε μουσεία του εξωτερικού και σε οίκους πλειστηριασμών για να ανασυγκροτήσει κατά το δυνατόν τον αρχικό όγκο νομισματικών θησαυρών και να προσδιορίσει τον τόπο εύρεσης. Τις περισσότερες φορές μάταια.
Νομισματική vs. αρχαιοκαπηλεία σημειώσατε 2. Σταθερά.
Ασυνήθιστες είναι οι περιπτώσεις που παρά την αρχαιοκαπηλική δράση υφίσταται έγγραφη μαρτυρία και τα νομίσματα τα ίδια φυλάσσονται σε κρητικό Μουσείο.
Τέτοια εξαίρεση συνιστά ο θησαυρός από το χωριό Μητρόπολη δίπλα στην αρχαία Γόρτυνα. Η επιστολή του φύλακα προς τον έφορο έχει ως εξής:
Εν Αγίοις Δέκα τη 10-3-(19)15
Κύριε Στέφανε (ενν. Ξανθουδίδη),
…
σας ειδοποιώ ότι κατά τας ημέρας ταύτας ευρέθησαν εις το χωρίον Μητρόπολη νομίσματα αργυρά άνω από 100 κομμάθια, ως έμαθα.
Σας στέλνω δε και μερικά αποτυπώματα και ένα νόμισμα και αν βλέπετε ότι είναι της αξίας να προσπαθήσητε να έλθητε γρήγορα, διότι θα τα πωλήσουν.
Ειδοποίησα δε και τον Σταθμάρχην αλλά δεν τους ερώτησε εντελώς!
Σας χαιρετώ
Ο φύλαξ των αρχαίων
Ηλίας Ηλιάκης
Στα 49 «κομμάθια» που περισώθηκαν τελικά και εκτίθενται στη μουσειακή προθήκη περιλαμβάνονται κρητικές κοπές αλλά και Κορίνθου, αποικιών της, Άργους, Κυρήνης και χρονολογούν την απόκρυψη γύρω στα 270 π.Χ. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι άλλο συμπεριλάμβανε ως τα 100, τον ακριβή αριθμό και τη χρονολόγηση με ασφάλεια. Ποτέ!
Από τα χρόνια της Βενετικής κυριαρχίας πάλι σε σπίτι της Οβραϊκής του Χάνδακα είχαν κρυφτεί χρυσά τσεκίνια, από τα οποία 48 βρέθηκαν και εκτίθενται ως θησαυρός στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Οι παρατραπεζικές ασχολίες της εβραϊκής κοινότητας είναι γνωστές και με αυτές θα μπορούσε κάλλιστα να συνδεθεί το εύρημα. Χρονολογικά μάλλον σχετίζεται με τη διάχυτη ανασφάλεια μετά την Άλωση της Πόλης (1453). Ελπίζοντας ότι δεν έχουμε απώλειες από το αρχικό αποταμίευμα, τέτοιες που να αλλοιώνουν την εικόνα του.
Για να κλείσουμε με ένα σύνολο που παραδόθηκε στο ίδιο Μουσείο από τον γιο του αποταμιευτή, τον κ. Ξεν. Κ. Λήμνιο. Ο ίδιος μας διηγήθηκε και τα καθέκαστα συμπληρώνοντας την πληροφόρηση: ο πατέρας του, σεβαστός έμπορος του Ηρακλείου, στον απόηχο της γερμανικής εισβολής (Μάης 1941) στρίμωξε σε γυάλινο βάζο χαρτονομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας και τα «ασφάλισε» σε τοίχο του αγροτόσπιτού τους στο χωριό Αθάνατοι.
Όταν τα ξαναθυμήθηκε, ο καλπάζων πληθωρισμός τα είχε απαξιώσει πλήρως. Τώρα, μουσειακά εκθέματα πια, μαρτυρούν το μάταιο της απόκρυψης. Για να μην αραδιάσουμε τίποτα άλλο πιο βαρύγδουπο για τη ζωή την ίδια…
Για τη Νομισματική λοιπόν ο θησαυρός δεν είναι πολύτιμος για την ύλη του, για τα πολλά ή λίγα νομίσματά του. Χωρίς το ακέραιο της πληροφορίας για το «πού» και το «ακριβώς» υποχρεώνεται να ψάχνει τη γνώση στο μισοσκόταδο, όσο «γρήγορα κι αν έλθη» ο κ. Στέφανος.