“Δάσκαλους” τους αποκαλούσε ο πατέρας μου Λουκής Ακρίτας που μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο έκαναν την μεγάλη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.
“Δάσκαλους” όλους: από τον νηπιαγωγό μέχρι τον καθηγητή Πανεπιστημίου.
“Τους δασκάλους μας και τα μάτια μας”, τον θυμάμαι να λέει όταν ήταν στο Υπουργείο Παιδείας. “Αυτοί είναι οι φακοί στο σκοτάδι μας, αυτοί φωτίζουν τον δρόμο των παιδιών μας”.
Έτσι με μεγάλωσαν. Έτσι. Κι ο πατέρας μου κι η μάνα μου.
Με έμαθαν να σέβομαι τον Δάσκαλο, να τιμώ το έργο του, να είμαι ευγνώμων για την προσφορά του στα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια.
Αν δεν ήταν οι δάσκαλοί μου θα ήμουν το τίποτα. Το απόλυτο και το απολύτως τίποτα.
Κι εγώ όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, φιλόλογος ήθελα να γίνω. Έμπλεξα με τη δημοσιογραφία και ορίστε τα χαϊρια μου.
Από παιδάκι με έμαθαν να τους σέβομαι. Κι αυτός ο σεβασμός ρίζωσε τόσο βαθιά μέσα μου, που με συντροφεύει ακόμα και σήμερα.
Κυρίως σήμερα.
Σήμερα, ο δάσκαλος αντιμετωπίζεται ως χρήσιμος ηλίθιος. Ως πολυεργαλείο του τέλεμαρκετινγκ που τα κάνει όλα και συμφέρει. Δάσκαλος, γιατρός, ψυχολόγος, επιστάτης, καθαριστής/τρια.
Καλείται να ζει στα όρια της φτώχειας και να λέει κι ευχαριστώ από πάνω.
Καλείται να τραβολογάει την οικογένεια του από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, να αποκόβει τους δεσμούς του, να ξεριζώνει τα παιδιά του.
Να μετατρέπει το σπίτι του σε αίθουσα διδασκαλίας.
Να τσακώνεται με τους γονείς.
Να τον τραμπουκίζουν οι φασίστες και τα ψέκια.
Να του κάνουν μηνύσεις του κ@λου οι αντιεμβολιαστές.
Τον εκπαιδευτικό τον αντιμετωπίζει ως σκουπίδι το Υπουργείο. Ένα Υπουργείο που θα όφειλε να τιμά το λειτούργημα του, να αναγνωρίζει την αξία του και να προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του.
Είναι όλοι καλοί στη δουλειά τους;
Δεν ξέρω, είμαστε όλοι οι δημοσιογράφοι καλοί στη δουλειά μας; Είναι όλοι οι υπάλληλοι καλοί; Όλοι οι καλλιτέχνες, οι μικροπωλητές, όλοι οι γιατροί, όλοι οι δικηγόροι, όλοι οι τορναδόροι καλοί;
Εσείς θα μου πείτε.
Αφορμή για όλα αυτά, μια δημόσια διένεξη στα σόσιαλ μίντια αναφορικά με την αξίωση ορισμένων να μετατρέψουν οι εκπαιδευτικοί τα σπίτια τους σε αίθουσες διδασκαλίας. Να συντηρούν δηλαδή οι άνθρωποι από τη τσέπη τους ένα εκπαιδευτικό καθεστώς για τα μπάζα και να επικυρώνουν με τη σιωπή τους την αθλιότητα του.
Και φυσικά μια ανίκανη υπουργό.
Μια υπουργό που το μόνο που τη νοιάζει είναι να τα έχει καλά με τους παπάδες.
Μια υπουργό που επιχειρεί να βυθίσει τα παιδιά μας στον σκοταδισμό.
Μια υπουργό που στέλνει έναν φωτισμένο κλάδο στην ταπείνωση και ανυποληψία, για λόγους που μόνον η ψυχιατρική επιστήμη μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Άθλια σχολεία, στοιβαγμένες αίθουσες, ανοιχτά παράθυρα μες το ψοφόκρυο, άρρωστα παιδιά, ταβάνια που καταρρέουν και πέφτουν, κτίρια σάπια κι ετοιμόρροπα.
Κι έχουμε την απαίτηση κάτω από αυτές τις συνθήκες της Κόλασης οι άνθρωποι αυτοί οι απλήρωτοι, οι κακοπληρωμένοι, οι συμβασιούχοι, οι απαξιωμένοι, οι περιφρονημένοι να κάνουν – τί ακριβώς;
Να μεταλαμπαδεύουν το φως της γνώσης στα παιδιά μας;
Να τα διδάξουν με αφοσίωση κι ενθουσιασμό;
Να τα προστατέψουν από τον σχολικό εκφοβισμό;
Να τους μιλήσουν για ανθρώπινα δικαιώματα;
Να τα πάρουν από το χέρι και να τα οδηγήσουν σε έναν κόσμο καλύτερο από τον δικό μας;
Αλήθεια;
Σοβαρά τώρα;
Σοβαρά;
Διαβάζω – και μοιράζομαι μαζί σας – κείμενα εκπαιδευτικών που αλίευσα στο διαδίκτυο. Καλύτερα να μιλήσουν εκείνοι που τα ξέρουν καλύτερα, εκείνοι που τα ζουν, που τα υφίστανται.
“Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών της χώρας είναι αναπληρωτές και δουλεύουν με σύμβαση ορισμένου χρόνου (απολύονται τον Ιούνιο).
Πολλοί από αυτούς μετακομίζουν κάθε χρόνο σε άλλη πόλη όχι για λόγους τουρισμού αλλά διότι δεν έχουν άλλη επιλογή αν θέλουν να εργάζονται κάθε χρόνο.
Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να σκεφτούμε ότι για να έχουν σύνδεση στο internet πρέπει να την πληρώσουν αδρά καθώς καμία εταιρεία δεν κάνει 9μηνα συμβόλαια και να αγοράσουν έναν δεύτερο υπολογιστή αν ο πρώτος πρέπει να μείνει στο σπίτι για τους γονείς, τον/την σύζυγο/ σύντροφο, τα παιδιά κ.ο.κ.
Πέρα από αυτούς όμως υπάρχουν και οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι στήριξαν με όλα τα μέσα και με προσωπικό κόπο την εκπαίδευση πέρσι κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Και αντί για ευχαριστώ, τους τρέχουν στα δικαστήρια γιατί τόλμησαν (άκουσον άκουσον) να κάνουν απεργία”.
“Δύο χρόνια βάλαμε πλάτη στο υπουργείο οχι για αυτό αλλά για τους μαθητές μας, αλλά πέρα από ευχαριστίες δεν είδαμε αλλαγή. Είδαμε μηνύσεις, είδαμε οδηγίες άνευ εγγράφων, είδαμε 50+1, είδαμε μάθημα με ανοιχτά παράθυρα, είδαμε να αυξάνεται ο αριθμός μαθητών στην αίθουσα, είδαμε απειλές…
Είδαμε να μην αλλάζει τίποτα στον εξοπλισμό των σχολείων. Είδαμε να σβήνουν τα καλοριφέρ στις 11.30 για να εξοικονομήσει χρήματα και μέχρι τις 16.00 να παγώνουμε. Είδαμε να κολλάνε οι δάσκαλοι Κορονοϊό και να συμπληρώνουμε τα κενά τους χωρίς υπερωρίες. Είδαμε πάρα πολλά άλλα τίποτα σε θετική κατεύθυνση. Έλεος πια”!
Επί προσωπικού. Στην Α’ Γυμνασίου, τη χρονιά που η Χούντα είχε φυλακίσει τη μητέρα μου για την αντιστασιακή της δράση, με ευγνωμοσύνη θυμάμαι τους καθηγητές μου στο Αρσάκειο που με στήριξαν με όλη τους την ψυχή.
Όπως θυμάμαι κι εκείνη την ελεεινή που με αποκαλούσε την ώρα του μαθήματος ‘η κόρη της κομουνίστριας’.
Το κείμενο αυτό αφιερωμένο στην “κυρία Έφη”, την πρώτη μου δασκάλα στην Α’ Δημοτικού. Την λάτρεψα τόσο που ο ευγνώμων πατέρας μου την συμπεριέλαβε τότε σε διήγημά του τιμώντας την προσφορά της στην κόρη του και όχι μόνον.
Αφιερωμένο στην επόμενη δασκάλα μου Ρένα Μαλλιά μια εμβληματική φυσιογνωμία του Δημοτικού Φιλοθέης.
Αφιερωμένο στην λόγια φιλόλογο μου, την “κυρία Παπανικολάου” στο Αρσάκειο.
Αφιερωμένο στην σπουδαία Αλκμήνη Ψιλοπούλου, στον καθηγητή μου Δημήτρη Παναγιωτίδη και τον διευθυντή μας Ιωάννη Ματιάτο στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη.
Και βέβαια στον ίδιο τον ιδρυτή του σχολείου μας, Γεώργιο Ζηρίδη που στα χρόνια της Χούντας είχε το θάρρος και την τόλμη να προσλαμβάνει αριστερούς δασκάλους και καθηγητές που διώκονταν από το καθεστώς.
Αφιερωμένο στους δασκάλους μου που δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά και σε εκείνους που με τα χρόνια ξέχασα τα ονόματά τους, όμως η μορφή τους βρίσκεται πάντα χαραγμένη σε μια γωνία της παιδικής μου καρδιάς.
Τιμή και δόξα. Αυτό.
Πηγή: news247.gr