Γράφει ο Γιώργος Χουστουλάκης
Τέλη του Φλεβάρη, τέτοια εποχή καλή ώρα, στην Νότια Κρήτη τελείωνε σιγά σιγά το λιομάζωμα, με τις παραδοσιακές ντέμπλες (μακριές βέργες) να έχουν ραβδίσει όσες ελιές έφταναν.
Ο αέρας να έχει τινάξει τις περισσότερες ελιές, και οι αγρότες να τις έχουν περισυλλέξει και αυτές, και τέλος το λιομάζωμα για τη χρονιά!
Ωστόσο, πάνω πάνω στα ψηλά κλαριά, κάποιες λίγες ελιές παρέμεναν, λες στο πείσμα του χειμώνα, και έτσι τις άφηναν λέγοντας: « άστες να φάει και το πουλάκι»!
Όμως, επειδή και τότε η φτώχεια είχε την τιμητική της, υπήρχε ένας άγραφος νόμος, που οι ελιές αυτές, δικαιωματικά ανήκαν στους φτωχούς!
Άλλες πάλι προοριζόταν για το «πουλακι»», όμως επέτρεπαν να τις μαζεύουν κάποιοι, παιδιά συνήθως, και να τις πουλούν έναντι κάποιας αμοιβής.
Έτσι, και οι αγροφύλακες ποτέ δεν έκαναν καταγγελίες, αν συλλάμβαναν κάποιον, να μαζεύει ξένες ελιές.
Αυτοί που έκαναν αυτή τη δουλειά, και γύρναγαν από ελιά σε ελιά ξένης ιδιοκτησίας, λεγόταν «κοκολόγοι», και η εποχή εκείνη λεγόταν εποχή για τα κοκολόγια.
«Κοκολογώ» στα κρητικά, θα πει συλλέγω κόκκο κόκκο κάτι, έτσι υπάρχει και το βρουβολογώ, που θα πει μαζεύω βρούβες σταχάκι σταχάκι.
Έτσι είχαμε τις βρουβολόησες, γυναίκες που μάζευαν βρούβες, και τις πούλαγαν.
Υπαρχει και το «διακονολογώ», που θα πει γυρίζω στα χωριά για διακονιά.
Έχουμε το «χοχλιδολογώ», που θα πει μαζεύω χοχλιούς (σαλιγκάρια) κλπ.
Οι άνθρωποι που επιδίδονταν στην ασχολία αυτή, και πήγαιναν στα κοκολόγια, ήταν συνήθως παιδιά, αλλά ενίοτε και μεγάλοι άνδρες και γυναίκες.
Οι ελιές είχαν σχετικά καλή τιμή, και οι μεγάλοι πήγαιναν για να ενισχύσουν το ταμείο τους, αλλά και οι μικροί, για να πάρουν κάποιο ζαχαρωτό από τον μπακάλη!
Πολλοί ήταν τότε και οι γυρολόγοι με το γαϊδούρι η άλογο, που έκαναν βόλτες στο χωριό, αλλά και σε άλλα γειτονικά χωριά, αγοράζοντας τις ελιές αυτές, όπως επίσης πέρναγαν και πιο πρόιμα, την εποχή, που ήταν οι σταφιδολιές.
Μαθητής γυμνασίου ήμουν και εγώ, και κάποιες φορές ασχολήθηκα με τα κοκολόγια.
Μετά το σχολείο, και σε ένα σακούλι πάνινο, που είχα στην σχολική τσάντα, έπιανα στο γυρισμό, τις γύρω περιοχές κοντά στο δρόμο, και ότι έβρισκα τις άδειαζα σε ένα νγαζοντενεκέ στο σπίτι.
Θυμάμαι μια χρονιά, αφού γέμισα τη γαζοντενέκα, την πήγα «στου Ευθύμη», που είχε ελαιοτριβείο στο χωριό μας, και αγόραζε και τις ελιες.
Μου έδωσε 10 δραχμές και την επ’ αύριο πήγα στο βιβλιοπωλείο «του Αβραάμ» στις Μοίρες, και με τα λεφτά αυτά, αγόρασα μια «τσουκάλα»!
Για τους νεότερους, οι καθηγητές τότε, τσουκάλα έλεγαν το λυσάρι των ασκήσεων, η την μετάφραση των αρχαίων κειμένων!
Αυτά βέβαια ανήκαν στα «απαγορευμένα βιβλία», ωστόσο όμως, όλοι οι μαθητές τα διέθεταν!
Πρέπει να εξηγήσουμε πως «τσουκάλα», έλεγαν το λυσάρι περιπαιχτικά οι καθηγητές μας, γιατί ήταν σαν το τσουκάλι που μας πρόσφερε τις λύσεις των ασκήσεων σαν …έτοιμο μαγειρεμένο και σερβιρισμένο φαγητό!
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που κάποιος έλεγε στο γείτονα του:
-Άμε να μαζέψεις τις ελιές σου, γιατί εντακάρανε τα κοκολόγια!
Ήταν ευχάριστη δουλειά να πηγαίνεις τις ηλιόλουστες ημέρες, με ένα καλαθάκι, και να βρίσκεις ελιές μεγάλες κατάμαυρες εύρωστες και καθαρές, και σα γεμίσεις το καλάθι, να τις πηγαίνεις στον μπακάλη και να σου δίνει ζεστό ζωντανό χρήμα. Και να αγοράζεις ότι θες!
Βέβαια, οι έμποροι, αν και αγόραζαν λίγες λίγες τις ελιές, τελικά τις έκαναν πολλές, και αφού γέμιζαν μερικά σακιά, τις πήγαιναν στο ελαιοτριβείο, και μετά με την πώληση του λαδιού, έβγαζαν πολύ περισσότερα από ότι έδιναν.!
Χάθηκε όμως το έθιμο αυτό, στα μέσα της δεκαετίας του ‘0, και άφησε πίσω του μια εποχή με αναμνήσεις στο μυαλό μας.
‘Όμως δεν έπαυε να έλυνε κάποια μικρά οικονομικά προβλήματα, και κυρίως στα παιδιά που αγόραζαν διάφορα καλολοίδια, καραμέλες στραγάλια κλπ ανάλογα με την τύχη του κάθε παιδιού, στη γύρα που έκανε!