«Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής πλούσιας σε καλά λιπαρά, όπως είναι το ελαιόλαδο, με έναν υγιεινό τρόπο ζωής με σωματική άσκηση και χωρίς κάπνισμα είναι πιο ισχυρός έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων από το πιο δυνατό φαρμακευτικό σχήμα. Μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατά 80%, όταν τα καλύτερα φάρμακα τον μειώνουν κατά 25%-30%».
Ο δρ Walter Willet είναι καθηγητής και διευθυντής του τμήματος Διατροφής του Πανεπιστημίου του Harvard. Είναι λάτρης του ελαιολάδου και μάλιστα στο σπίτι του στη Βοστώνη έχει φυτέψει ένα ελαιόδεντρο. Τρώει ελάχιστο κόκκινο κρέας, μόνο σε κοινωνικές εκδηλώσεις. «Δεν μου λείπει, γιατί αυτό που έμαθα από τη μεσογειακή διατροφή είναι ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη φαγητού και υπέροχες γεύσεις που δεν είχα δοκιμάσει», αναφέρει στην «Κ». Ο δρ Willet εστίασε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, για τουλάχιστον 40 χρόνια, στην ανάπτυξη μελετών (ήταν επικεφαλής σε ορισμένες από τις πιο γνωστές διεθνώς) για τη σχέση των λιπαρών στην ανάπτυξη ασθενειών. Και συνέβαλε στην «απενοχοποίηση» της πλούσιας σε λιπαρά διατροφής. Οπως άλλωστε αναφέρει, μια δίαιτα πλούσια σε καλά λιπαρά (κυρίως υγρά φυτικά έλαια) όχι μόνον δεν είναι επιβλαβής, αλλά μειώνει τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις, καρκίνο, εγκεφαλικά, ακόμη και άνοια.
Ο δρ Willet βρέθηκε στην Αθήνα την περασμένη Δευτέρα, καλεσμένος του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας και έδωσε διάλεξη στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας με θέμα «Διατροφικά λιπαρά και Υγεία: Μαθήματα από την Ελλάδα». Οπως ανέφερε, η αρχή έγινε τη δεκαετία του 1960 με τη μελέτη των επτά χωρών. «Αυτή έδειξε ότι το χαμηλότερο ποσοστό καρδιακών παθήσεων ήταν στην Κρήτη και το υψηλότερο στη Φινλανδία. Επίσης φάνηκε είναι ότι τόσο στη Φινλανδία όσο και στην Κρήτη, η διατροφή των κατοίκων ήταν πλούσια σε λιπαρά. Η διαφορά ήταν στο είδος των λιπαρών. Βούτυρο και γαλακτοκομικά στη Φινλανδία, ελαιόλαδο στην Κρήτη. Αρα, σημασία έχει το είδος των λιπαρών και όχι η ποσότητά τους», επισημαίνει ο δρ Willet. Παρά τα ευρήματα αυτά, έρευνες που συσχέτιζαν τα λιπαρά με την ανάπτυξη του καρκίνου οδήγησαν τον ΠΟΥ να συστήνει διατροφή με χαμηλά λιπαρά.
«Αυτό δεν συμβάδιζε με την εμπειρία από την Ελλάδα, όπου οι κάτοικοι είχαν χαμηλά ποσοστά καρδιακών παθήσεων και καρκίνου και το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης εκείνη την εποχή», σημειώνει ο δρ Willet. Για τη βαθύτερη διερεύνηση του ρόλου της διατροφής σχεδιάστηκαν και εκπονήθηκαν μεγάλες έρευνες. Μία από αυτές, η Nurses Health Study, στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από 120.000 νοσηλεύτριες. «Αυτό που είδαμε εκεί πραγματικά “κουμπώνει” με την ελληνική εμπειρία, ότι δηλαδή τα υψηλότερα ολικά λιπαρά στη διατροφή δεν είναι κάτι κακό, αντίθετα συνδέονται με χαμηλή θνησιμότητα. Αλλά και πάλι σημασία έχει το είδος των λιπαρών», τονίζει ο δρ Willet και προσθέτει «τα ακόρεστα λίπη φάνηκε ότι σχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου, καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικών και νευρολογικών παθήσεων όπως η άνοια. Λεπτομερείς έρευνες έγιναν και στην Ελλάδα –όπως μελέτες των καθηγητών Αντωνία και Δημήτρη Τριχόπουλου– οι οποίες έδειξαν ότι όσοι ακολουθούν την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή, έχουν χαμηλότερη πιθανότητα ολικού θανάτου, καρδιακών παθήσεων και καρκίνου.
Έτσι, τα τελευταία χρονιά οι κατευθυντήριες οδηγίες στις ΗΠΑ αφαίρεσαν τον περιορισμό για τα ολικά λίπη και έδωσαν έμφαση στο είδος των λιπαρών. Η Σουηδία και η Ολλανδία, επίσης, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση».
«Τώρα που άλλες χώρες πήραν το μάθημα της Ελλάδας, η ίδια η χώρα φαίνεται να πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση», σημειώνει ο δρ Willet και προσθέτει: «Αυτό που είπα στους φοιτητές στην Ελλάδα είναι ότι έχουν μία πρόκληση μπροστά τους. Πώς θα μεταφράσουν αυτά που μάθαμε τα τελευταία 40 χρόνια σε εφαρμόσιμη πολιτική». Σύμφωνα με τον ίδιο, «ξεκινάς από την καλή εκπαίδευση του πληθυσμού για την υγιεινή διατροφή και μετά “χτίζεις” την παρέμβασή σου με άλλα μέτρα που θα εφαρμόζονται παράλληλα», όπως η διάθεση υγιεινών τροφών και ο περιορισμός των διαφημίσεων ανθυγιεινών τροφίμων –junk food ,όπως είπε– που στοχεύουν στα παιδιά, ή ακόμα και η αύξηση της φορολογίας σε προϊόντα με κακά λιπαρά και αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης».
Πηγή: Καθημερινή