Τους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες που πρόκειται να ζήσει η Ευρώπη, εκτός από την απειλή των πυρκαγιών έχει να αντιμετωπίσει και τη βεβαιότητα της εκτίναξης των τιμών του ελαιολάδου στα ύψη. Αιτία η ξηρασία που πλήττει τα τελευταία χρόνια την Ισπανία και τείνει να μετατρέψει σε ερήμους τεράστιες εκτάσεις γεωργικών καλλιεργειών της χώρας. Κάμψη της ελαιοπαραγωγής, όμως, παρατηρείται σε όλες τις χώρες της νότιας Ευρώπης με εξαίρεση μία: την Ελλάδα. Αυτό όμως δεν θα αποτρέψει την εκτίναξη της τιμής του ελαιολάδου και στην ελληνική αγορά.
«Η ελιά ανέκαθεν είχε τη δυνατότητα να προσαρμόζεται και να ευδοκιμεί στις ξηρές εκτάσεις, αλλά η τρέχουσα κατάσταση είναι δραματική», δηλώνει στον παριζιάνικο «Figaro» μη κρύνοντας την απογοήτευσή της η Ελέν Λασέρ, διευθύντρια του Κέντρου Συντήρησης και Έρευνας της Ένωσης Γαλλικού Ελαιολάδου, France Olive.
Είναι γνωστό τοις πάσι το εξαιρετικό έλλειμμα βροχοπτώσεων που παρατηρείται σε πάμπολλες γεωγραφικές περιοχές της νότιας Ευρώπης. «Η δική μας Ένωση έχει θέσει ως προτεραιότητα όχι την παραγωγή αλλά τη σωτηρία όσο το δυνατόν περισσότερων ελαιοδέντρων», παραδέχεται η γαλλίδα ειδικός.
Έως και 75% λιγότερες βροχές
Στα νοτιοανατολικά της Γαλλίας οι σωρευτικές βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά 25% έως 50% από τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Météo France. Κατά τόπους η μείωση φθάνει και στο εφιαλτικό 75%. Η λειψυδρία έχει ακόμα πιο δραματική επίπτωση στη γαλλική ελαιοπαραγωγή διότι στη χώρα αυτή το 80% των ελαιώνων δεν αρδεύεται.
«Ακόμα κι αν η καλλιέργεια του αρχαίου αθηναϊκού αυτού δέντρου δεν είναι η πιο απαιτητική σε νερό, το πότισμα δεν παύει να είναι απαραίτητο», εξηγεί στην εφημερίδα ο Λοράν Μπελορζέ, πρόεδρος της France Olive και ελαιοπαραγωγός στην περιοχή του Βαρ στη νοτιοανατολική Γαλλία, ανάμεσα στη Μασσαλία και στη Νίκαια.
«Η ελιά αντέχει τη ζέστη και την ξηρασία, αλλά αν της λείπει νερό δεν θα καρποφορήσει. Το δέντρο χρειάζεται πότισμα για να παράξει, τουλάχιστον για μια συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου. Οι ανοιξιάτικες βροχές εν προκειμένω είναι απαραίτητες, καθώς επιτρέπουν στο δέντρο να ξαναρχίσει έναν νέο κύκλο ανθοφορίας και καρποφορίας. Με την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, η παραγωγή από μη αρδευόμενους ελαιώνες είναι κάτι παραπάνω από αβέβαιη», εξηγεί ο Γάλλος ελαιοπαραγωγός.
Μείωση της παραγωγής στο μισό
Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνο γαλλικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα της παραγωγής ελαιολάδου παγκοσμίως. Και το μείζον πρόβλημα αντιμετωπίζει η Ισπανία, που είναι μακράν η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής ελαιολάδου στην ΕΕ. Συμβάλλει συγκεκριμένα στο 65,6% της ευρωπαϊκής παραγωγής, ακολουθούμενη από την Ιταλία (14,5%) και την Ελλάδα (10,2%). Οι Γάλλοι ελαιοπαραγωγοί παράγουν μόλις το 5% του ευρωπαϊκού ελαιολάδου και η σοδειά καταναλώνεται ως επί το πλείστον στη Γαλλία.
Η πιο σοβαρή ξηρασία που πλήττει την Ευρώπη εντοπίζεται στην Ιβηρική Χερσόνησο, όπου η απουσία βροχής συνδυάζεται με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 35°C. «Στην Ανδαλουσία και την Καταλονία, που είναι δύο από τις πιο ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ισπανίας, οι χαμηλές βροχές του περασμένου φθινοπώρου δεν ήταν αρκετές για να γεμίσουν τους υδροφόρους ορίζοντες. Από τότε δεν έχει πέσει σχεδόν ψιχάλα και τα ποτάμια είναι ξερά. Εν τω μεταξύ η ανθοφορία των δέντρων έχει ήδη ξεκινήσει εκεί και η ακραία ξηρασία είναι επιζήμια για τη βιωσιμότητα της γύρης και για τη γονιμοποίηση του δέντρου. Δεν μπορούμε παρά να ανησυχούμε για την επόμενη συγκομιδή…», σημειώνει η Ελέν Λασέρ.
Η ελληνική εξαίρεση
«Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις για τη συγκομιδή 2022-2023 είναι έως και καταστροφικές», γράφει ο Σαρλ Πλαντάντ της «Le Figaro». Ο ρεπόρτερ εξηγεί ότι η Ισπανία είδε την παραγωγή της να καταρρέει κατά 54% και να συρρικνώνεται από τους 1,49 σε στους 0,68 εκατ. τόνους. Μεγάλη πτώση της παραγωγής κατά 27% παρατηρείται και στην Ιταλία, ενώ μόνο η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση της παραγωγής της και μάλιστα εντυπωσιακή (έφθασε το 42%).
«Η αύξηση της ελληνικής παραγωγής ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις απώλειες που υπέστησαν οι άλλες κύριες χώρες παραγωγής ελαιολάδου. Στην πραγματικότητα, τα ευρωπαϊκά αποθέματα για το τρέχον έτος θα πρέπει να μειωθούν σχεδόν στο μισό. Έτσι, για τον τελικό καταναλωτή, ο λογαριασμός για το λάδι θα είναι αλμυρός», γράφει ο γάλλος ρεπόρτερ.
Πέφτουν τα αποθέματα, εκτινάσσονται οι τιμές
Στη Γαλλία το επίσημο Ινστιτούτο Στατιστικών Ερευνών INSEE εκτιμά ότι η τιμή ενός λίτρου ελαιολάδου έχει αυξηθεί κατά 30% κατά μέσο όρο σε διάφορες περιοχές της χώρας από τον Ιανουάριο του 2022. Πρόκειται βέβαια για αυξήσεις που δεν οφείλονται στην ξηρασία και τη συνεπαγόμενη μείωση της παραγωγής αλλά στην εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, των λιπασμάτων, του γυαλιού, των πολυμερών, των συσκευασιών δηλαδή και του μεταφορικού κόστους, σύμφωνα με τον πρόεδρο της France Olive Λοράν Μπελορζέ.
Στα κόστη αυτά, που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση, θα προστεθούν και τα κόστη από τη μείωση της παραγωγής λόγω ξηρασίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, τα ευρωπαϊκά αποθέματα ελαιολάδου αναμένεται να μειωθούν κατά 41,9% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, λόγω της καταστροφικής συγκομιδής της περιόδου 2022-2023.
Και η πρόβλεψη για το μέλλον; Δεν είναι ενθαρρυντική. «Η σημερινή δίψα για νερό προκαλεί μόνιμη ζημιά στα δέντρα εμποδίζοντας την ανοιξιάτικη ανάπτυξη των κλαδιών που υποστηρίζουν τους καρπούς του επόμενου έτους. Αυτό μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε μόνο μακροπρόθεσμα», εξηγεί ο Λοράν Μπελορζέ. Επομένως, οι σοδειές θα μπορούσαν να μειώνονται από χρόνο σε χρόνο εάν το έλλειμμα νερού συνεχιστεί.
Προσαρμόζονται οι καλλιέργειες;
Αντιμέτωπες με τη σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας και τη συνδυασμένη έλλειψη βροχοπτώσεων, οι γεωργικές πρακτικές θα πρέπει να προσαρμοστούν και μάλιστα επειγόντως, προειδοποιούν οι ειδικοί. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η φύτευση πιο ανθεκτικών ποικιλιών ελαιόδεντρων, όπως αυτή που καλλιεργείται στην Τυνησία. Αλλά «κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι παραγωγοί να πάψουν να επωφελούνται από το καθεστώς των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης του προϊόντος, που δίνουν προτεραιότητα στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα του προϊόντος», σημειώνει ο Λοράν Μπελορζέ.
Η Ελέν Λασέρ θεωρεί ότι ορθότερη αντιμετώπιση του προβλήματος θα μπορούσε να γίνει μέσω της τεχνικής του μπολιάσματος των δέντρων, κάτι που ήδη κάνουν οι Ιταλοί γα να αποφύγουν την εκρίζωση και επαναφύτευση των δέντρων.
«Η κλιματική αλλαγή προκαλεί μια μετακίνηση των κλιματικών συνθηκών προς Βορρά. Επομένως η Ανδαλουσία θα βιώσει σύντομα ένα βορειοαφρικανικό κλίμα και μέχρι το 2100 η γαλλική Νιμ θα έχει το κλίμα που έχει σήμερα η Κόρδοβα», δηλώνει η Ελέν Λασέρ. Αυτό σημαίνει ότι οι καλλιέργειες ελιάς θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε βάθος χρόνου βορειότερα – στην κοιλάδα του Ροδανού ποταμού στη Γαλλία, για παράδειγμα.
«Η ελιά προσαρμόζεται σχεδόν σε όλα τα εδάφη, αρκεί να μην είναι πολύ αλατούχα ή υδρόμορφα, αν συγκρατούν δηλαδή πολύ νερό», εξηγεί η γαλλίδα ειδικός. Αυτό για τη χώρα της και εν μέρει για την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία σημαίνει ότι θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι ελαιοκαλλιέργιες σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη. Για την Ελλάδα, όμως, η ερημοποίηση θα σήμαινε ίσως και τον αφανισμό του ιερού δέντρου.
Πηγή: ot.gr