Επιμέλεια: Ζαχαρίας Καψαλάκης
Ο Γεώργιος Σουρής, ήταν ένα από τους καλύτερους νεοέλληνες σατιρικούς ποιητές, τον οποίο μάλιστα ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς δεν διαστάζει να τον συγκρίνει με τον Αριστοφάνη. Λέει δε πως τους στίχους του τούς άκουσε η αριστοκρατία του πνεύματος και δε γέλασε, γιατί τους βρήκε ωραίους.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1853 και ποιήματα άρχισε να γράφει από παιδί, τα οποία δημοσίευε σε ευθυμογραφικά έντυπα της εποχής του με το όνομά του γραμμένο στα γαλλικά: Souris που θα πει ποντίκι.
Δίνοντας εξετάσεις για το πτυχίο του της Φιλοσοφικής, απορρίπτεται από τον καθηγητή του Σεμιτέλο, που τον σατίρισε δεόντως αργότερα.
Αφοσιώθηκε στην έκδοση της σατιρικής του εφημερίδας, τον «Ρωμιό», που κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο και γινόταν ανάρπαστη τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, καθώς ο ποιητής περνούσε από το κόσκινο της σάτιραςόλα τα γεγονότα του ελληνικού βίου.
Το 1919 προσβάλλεται από γρίπη, διακόπτει την έκδοση του «Ρωμιού», για να ‘ρθει το τέλος στις 26 Αυγούστου του 1919.
Κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη και με τιμές στρατηγού.
Ο Φασουλής και ο Περικλέτος είναι οι δυο ήρωες του Σουρή, διάλογοι των οποίων παρουσιάζονται στα παρακάτω ποιήματα, τα οποία είναι γραμμένα προς το τέλος του 19ου αιώνα και σατιρίζουν (τα κομμάτια που δημοσιεύουμε) την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο της εποχής εκείνης και που πάντα όμως είναι επίκαιρα.
Η προκήρυξη των εκλογών
Η κυβέρνηση προκηρύσσει εκλογές στις 4 Ιανουαρίου, η Βουλή διαλύεται, ο δε Σουρής σχολιάζει σχετικά:
Φασουλής
Το άρθον του Συντάγματος υπ’ όψιν μας λαβόντες
κι ολίγον σκούρα Έλληνες τα πράγματα ιδόντες,
πλην βλέποντας πως και η πατρίς τελείως κατεστράφη,
λακτίζομεν τους βουλευτάς με το σικτίρ – πιλάφι,
και ως ημέρα εκλογής, συνάρσει του Κυρίου,
ορίζομεν τας τέσσαρας του Ιανουαρίου,
και ως ενάρξεως Βουλής σημαντικήν ημέραν
αυτού εκείνου του μηνός την εικοστήν δευτέραν.
Και τούτο το διάταγμα με τρόπο εκολλήθη
Σε κάθε πόρτα της Βουλής κι ετρόμαξε τα πλήθη.
Μπροστά στην κάλπη
Η ώρα της ψηφοφορίας είναι μια κρίσιμη ώρα. Έτσι ο Φασουλής δίνει οδηγίες στον φίλο του τον Περικλέτο για το τι θα πράξει την ώρα εκείνη. Και για να θυμηθούμε, η ψηφοφορία δε γινόταν με κάλπη, αλλά με σφαιρίδια:
Φασουλής
Όρθου βαθέως αύριον, μόλις γλυκοχαράξει
και πριν αλέκτωρ, Περικλή, το κικιρίκου κράξει,
σήκω απ’ το κρεβάτι σου, και λούσου και κτενίσου,
κάμε σταυρόν σου τρεις φορές κι ευθύς ξανακοιμήσου.
Περικλέτος
Τι εννοείς;
Φασουλής
Λίαν πρωί προτού καλά να φέξει,
Και πριν ακόμα, Περικλή, κτυπήσουνε οι έξη,
πλύνε καλά τα χέρια σου και τη συνείδησή σου
στην Εκκλησία τράβηξε, κάμε την προσευχή σου,
ζήτησε το σφαιρίδιον, βάλε στην κάλπη χέρι,
και τι ποιεί η δεξιά, η άλλη να μην ξέρει.
Ρίξε λοιπόν τον ψήφο σου στο άσπρον κατά πρώτον
ρίξε τον ίδιον ψήφον σου στο μαύρο και με κρότον,
με άλλους λόγους άφησε τον ψήφον σου στη μέση,
κι ας τον φωτίσει ο Θεός να πέσει όπου πέσει.
Αν όμως, ο μη γένοιτο, καθίσει μες στην κώχη,
τουτέστι ούτε εις το ναι δεν πέσει, ούτε στ’ όχι,
κατά τον περί εκλογής κι υποψηφίων νόμον,
οι ψήφοι ακυρώνονται και χύνονται στον δρόμον.
Η σύνοδος της Βουλής
Η σύνοδος της Βουλής ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, το οποίο και δεν μπορούσε να μην σχολιαστεί από την πένα του Γεωργίου Σουρή.
Φασουλής
Και συνελθούσης της Βουλής περί δεκάτην ώραν,
δια να δώσει Περικλήν κυβέρνηση στην χώραν,
και πληρωθέντων μονομού των άνω θεωρείων
εκ κυριών, λωποδυτών και Τούρκων και κυρίων,
μετ’ ευβλαβίας δε πολλής εκεί παρισταμέων
του Στήλμαν του Αγγλορωμιού καθώς και άλλων ξένων,
οι βουλευταί κατέλαβον τας θέσεις μετά φρίκης,
κι εισήλθε εις την σύνοδον και ο Δεσπότης Τρίκκης
και τον συνήθη αγιασμόν, άρχισε και να κάνει,
ψάλλων πολλούς εξορκισμούς κατά του Δεληγιάννη,
και ούτω πως της τελετής ησύχως τελεσθείσης
κι εν απαρτία της Βουλής καθ’ όλα ευρεσθείσης,
ο γέρο – Βάλβης κάτωχρος ανήλθεν εις το βήμα
την της Συνόδου έναρξην κυρήξας παραχρήμα
κι ευθύς φωναί ηκούσθησαν πλλών εξοχωτήτων:
«μαύρο των Ντεληγιάννηδων και των Ερμαφροδίτων!
Που την πατρίδα έκαμε μακράν κοιλάδα θρήνου,
και μασκαράδες των σκυλιών μας έδειξε στη Δύση,
και ο καθείς σιχαίνεται απάνω μας να φτύσει».
Η απογοήτευση του ψηφοφόρου
Απογοητευμένος από τις συναλλαγές μεταξύ υποψηφίων και ψηφοφόρων, σκέφτεται να φύγει για την Κίνα:
Φασουλής
Ω λυπηρόν συμπέρασμα φρικτών αστειοτήτων!
Ανάγκη να ψηφίσομεν υπέρ ικανοτήτων.
Αισθάνομαι πραγματικώς οδύνην εις το στήθος,
οπόταν βλέπω εμπαθές και μεθυσμένον πλήθος
μέσα στου δείνα βουλευτού να τρέχει το σαλόνι
κι ο τάδε υποψήφιος αισχρά να τους πληρώνει.
Οπόταν βλέπω Περικλή, ανθρώπους καθώς πρέπει
να βάζουνες αδιάντροπα τραμπούκο μες στην τσέπη,
και να μην συλλογίζεται κανένας πως το κράτος
βεβαίως χαντακώνεται καθ’ όλον του το πλάτος.
Οπόταν βλέπω Περικλή, τοιαύτα και τοσαύτα,
μου έρχεται μα το Χριστό, να κράξω: «Στάσου ναύτα,
στείλε μου μια μαούνα σου, ν’ αφήσω την Αθήνα,
και προτιμώ καλύτερα να ζήσω εις την Κίνα».
Το κυβερνητικό πρόγραμμα του νέου Υπουργείου
Ο ποιητής σατιρίζει την δημιουργία ενός διαφορετικού Υπουργείου, το οποίο και ονομάζει «Νέον Υπουργείον». Μέρος του προγράμματός του είναι τα παρακάτω:
Περικλέτος
Και τι θα κάμουν, συ φρονείς, οι νέοι Κυβερνήται;
Φασουλής
Το πρόγραμμα σωτήριον παντού διαθρυλείται.
πρώτον κατάργησις δασμών, κατάργησις και φόρων,
κατόπιν καλυτέρευσις του βίου των απόρων,
κατόπιν κατανάλωσις της πρώτης εσοδείας,
κατόπιν δε κατάργησις κληρούχων κι εφεδρείας.
Αν θέλεις δε καλύτερα το πράγμα να νοήσεις,
άκουσε φίλε Περικλή, ολίγας εξηγήσεις.
Πήγαινε σ’ ένα ρεστοράν ή και ξενοδοχείον
και λέγεις ότι έγινε το νέον υπουργείον.
Μετά το λέγειν σου αυτό, καθίζεις την τελώνεις,
και φεύγεις με αφέλειαν, χωρίς να τους πληρώνεις.
Τρέχουν εκείνοι με ορμή και σε κρατούν στον δρόμον,
εσύ τους λέγεις: «Κύριοι, κατά τον νέον νόμον
οι φόροι καταργήθηκα κι εν πάση ησυχία
τρώγει καθένας χάρισμα εις τα ξενοδοχεία».
Κατόπιν διευθύνεσαι σ’ ένα γνωστόν τσαγκάρη,
και λέγεις μέτρον παρ’ ευθύς στο πόδι σου να πάρει.
Εκείνος τα παπούτσια σου αμέσως ετοιμάζει,
αλλ’ όμως δεν πληρώνεται κι αρχίζει να φωνάζει.
Τότε του λέγεις : «Κύριε, για τράβα παραπέρα,
και μη σου πάρει ο διάολος και μάννα και πατέρα,
γιατί αφότου έπεσεν το άλλον Υπουργείον,
εν γένει καταργήθηκαν τα των δασμολογίων».
Κι έτσι αφ’ ότου, Περικλή, μας ήρθε ο Δεληγιάννης,
χάρισμα τα’ αναγκαία σου σχεδόν απολαμβάνεις.