ΚΕΙΜΕΝΟ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Εκείνη την έσχατη ώρα, λίγο πριν κροταλίσουν τα γερμανικά όπλα ένας από τους μελλοθάνατους βρήκε το θάρρος να ρωτήσει «γιατί, γιατί μας σκοτώνετε;» Η απάντηση που πήρε συνοψίζει μια ολόκληρη ιδεολογία, όπως συνοψίζει και το μέγεθος της ανθρώπινης αλαζονείας: «Είστε βάρβαρος λαός… Αλλά θα υποταχτείτε!» Ίσως να μην έχει διατυπωθεί ποτέ άλλοτε κατηγορητήριο με τόση κυνικότητα.
Γέργερη Κρήτης, 17 Αυγούστου 1944. Ανάμεσα στους 25 που βρέθηκαν γονατισμένοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, ήταν ένας 36χρονος άνδρας, πατέρας τριών ανήλικων παιδιών. Αλέκος Παπαδάκης το όνομά του. Σαν είδε τις κάνες να τον σημαδεύουν δεν σκέφτηκε τίποτ’ άλλο παρά μόνο το καινούργιο σακάκι που φορούσε. Το έβγαλε γρήγορα και το πέταξε μπροστά του, δεν ήθελε να το τρυπήσουν οι σφαίρες. Χειμώνας ερχόταν, δύσκολος χειμώνας, κάποιο από τα ορφανά του θα μπορούσε να ντυθεί με το ρούχο του σκοτωμένου πατέρα!
Δεκατέσσερις σφαίρες καρφώθηκαν στο κορμί του εκείνη τη μέρα, μαζί με την τελευταία, την χαριστική βολή, που τον βρήκε στην πίσω μεριά της κεφαλής. Μα δεν πέθανε! Έζησε για να διδάξει τι σημαίνει αξιοπρέπεια κι αγάπη γονεϊκή, έζησε για να διασώσει τη μνήμη, για να υπενθυμίζει σε κάθε επηρμένο κατακτητή πως η δόξα των ανθρώπων μοιάζει με τον καπνό που χάνεται στο φύσημα του ανέμου, πως οι εξουσίες που θεμελιώθηκαν πάνω στην αδικιά και στηρίχτηκαν στην βία είναι εφήμερες!
Είχα την τύχη να συναντήσω τον Αλέκο Παπαδάκη τον χειμώνα του 1980, στο ξεκίνημα της πρώτης μου προσπάθειας στο χώρο των περιοδικών. Πήγαμε μαζί στον τόπο εκτέλεσης, μιλήσαμε, θαύμασα τον άνθρωπο. Η χειμαρρώδης αφήγησή του με παράσερνε σ’ ένα ζοφερό κόσμο, ζούσα την αγωνία του, ακουμπούσα τις πληγές του, σαν απόηχοι ενός μακρινού παρελθόντος μου φαίνονταν τα λόγια του. Ήμουν νέος πολύ κι έτρεφα την κρυφήν ελπίδα πως το πάθημα είχε γίνει κιόλας μάθημα, η ανθρωπότητα μπορούσε να σχεδιάζει ένα καινούργιο αύριο χωρίς τα φαντάσματα του χτες. Σήμερα, 37 χρόνια μετά, αντηχούν σαν καμπάνες κινδύνου τα λόγια του Γερμανού αξιωματικού. Είναι η πιο κυνική ομολογία μιας ιδεολογίας και μιας αντίληψης που δημιούργησε ποταμούς αιμάτων και κρουνούς δακρύων: Τιμωρείστε όχι επειδή κάνατε κάποιο έγκλημα αλλά επειδή είστε βάρβαροι, διαφορετικοί από μας τους πολιτισμένους. Που θα πει, με πιο απλά λόγια, πως «εμείς οι πολιτισμένοι σκοτώνομε όσους δεν είναι σαν κι εμάς».
Το πρώτο αφιέρωμα στη θυσία των 25 πατριωτών το δημοσίευσα στις “Κρητικές Εικόνες” το 1981. Πολλά χρόνια μετά ξεφύλλισα πάλι τις παλιές σημειώσεις κι έγραψα ένα εκτενέστερο κείμενο στο περιοδικό “ΥΠΕΡ -Χ” που εκδίδει και διανέμει δωρεάν ο όμιλος Σ/Μ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ (τεύχος 71/ 2014). Το κείμενο αυτό αναρτώ σήμερα και σε τούτη την ιστοσελίδα. Το αφιερώνω στη μνήμη όλων των πατριωτών από τη Γέργερη και τη Νίβρυτο που εκτελέστηκαν μαζί με τον Αλέκο, στη μνήμη όλων των θυμάτων του ναζισμού.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ 2014:
Σαν αστροπελέκι έπεσε η διαταγή:
«Όλες οι πόρτες να μείνουν ανοιχτές. Όποιος δεν υπακούσει θα εκτελείται…».
Με βαριά καρδιά έβλεπαν οι άνθρωποι τους Γερμανούς να μπαινοβγαίνουν στις ορθάνοιχτες πόρτες και ν’ αρπάζουν το βιος τους. Στάρια, κριθάρια, λάδια, μέχρι και πατάτες και σταφίδες· τίποτα δεν άφηναν. Άνοιξαν τις κασέλες, λεηλάτησαν υφαντά και κεντήματα, άδειασαν τα νοικοκυριά.
Κανείς δεν ήξερε τότε πως το διαγούμισμα δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ εκείνο που επρόκειτο να συμβεί την επόμενη μέρα!
Γέργερη Κρήτης, 13 και 14 Αυγούστου 1944. Την ώρα που το γερμανικό θεριό ξεψυχούσε.
Η επόμενη μέρα, η μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, βρήκε το χωριό βουτηγμένο στο πένθος. Λίγο πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια, κείτονταν 24 κουφάρια. Παιδιά, πατεράδες, αδέρφια, συγγενείς, φίλοι. Δυο χωριά της Κρήτης, η Γέργερη κι Νίβρυτος είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα…
Γυρνάμε πίσω τον χρόνο, επτά δεκαετίες πέρασαν από τότε, η συμφορά έγινε επέτειος που τιμάται με στεφάνια και λόγους επίσημους, το βίωμα σβήνει μαζί με τους ανθρώπους, η μνήμη γίνεται απλώς ιστορία. Η θυσία της Γέργερης είναι για την πολιτεία μια επέτειος. Όπως τόσες και τόσες. Για τους θύτες παραμένει απλώς μια παρένθεση που πρέπει να κλείσει. Χωρίς δικαίωση, φυσικά!
Ανασκαλεύομε τις μνήμες, σταματάμε στο χρόνο του εγκλήματος, ξαναζούμε στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα. Σώθηκε ένας. Κι εκείνον τον έναν είχα την τύχη να τον συναντήσω πριν από χρόνια. Μιλήσαμε, αφουγκραστήκαμε μαζί το θρόισμα του χρόνου, ανηφορίσαμε μαζί στον τόπο της εκτέλεσης. Ήταν ο Αλέκος. Ο άνθρωπος – θαύμα! Είχε καταφέρει να ζήσει γαζωμένος με σφαίρες γερμανικές. Ούτε μια ούτε δυο… Δεκατέσσερις σφηνώθηκαν στα πλευρά, στο στέρνο, στους σπονδύλους, στο κεφάλι του. Γλίτωσε ακόμη κι όταν ο ψυχρός Γερμανός εκτελεστής σημάδεψε το πίσω μέρος της κεφαλής του. Ούτε η χαριστική βολή μπόρεσε να τον σκοτώσει.
Τον έλεγαν Αλέκο. Αλέκο Παπαδάκη. Ή Νταλιβέρη. Δηλαδή, πολυπράγμονα, πολυμήχανο, έξυπνο. Κι ήταν πράγματι έξυπνος ο (μακαρίτης πια) κυρ Αλέκος!
Τον είχα συναντήσει τον χειμώνα του 1980, Δεκέμβρη μήνα, όταν ήμουν ακόμη νεαρός δημοσιογράφος, κι είχα καταγράψει λέξη προς λέξη τις αναμνήσεις του. Κι αν ανασκαλεύω σήμερα σημειώσεις γραμμένες σε κιτρινισμένο δημοσιογραφικό χαρτί, κι αν κοιτάζω στο φως ασπρόμαυρα φιλμ, κι αν ξεφυλλίζω παλιά περιοδικά, είναι γιατί οι μνήμες των ανθρώπων αποτελούν την πιο φρέσκια μαγιά της ιστορίας.
Για τις δικές μας γενιές, εμάς που δεν ζήσαμε την Κατοχή αλλά μεγαλώσαμε ακούγοντας τους γεννήτορες να μιλούν για την Κατοχή και την Αντίσταση, η ιστορία δεν είναι μια αποστεωμένη αφήγηση, κάτι σαν παραμύθι με δράκους και λύκους κακούς. Αυτά που ακούγαμε κάποτε με δέος δεν είχαν συμβεί κάπου μακριά σε τόπους ά-τοπους, δεν είχαν γίνει σ’ ένα αόριστο «κάποτε», μακριά, στον άχρονο χρόνο. Συνέβησαν εδώ, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Κι είχαν θύματα. Κι είχαν πόνο. Κι είχαν κάμει τα δάκρυα να τρέχουν στα μάτια!
Η συζήτηση με τον Παπαδάκη δεν ήταν μια απλή συνέντευξη, περισσότερο έμοιαζε με αναπαράσταση ενός εγκλήματος! Ήταν τόσο καλός αφηγητής που, όταν στεκόταν πάλι στον τόπο του μαρτυρίου κι άφηνε το δάκρυ να ποτίσει το χώμα, το ίδιο χώμα που κάποτε είχε ποτιστεί με το αίμα του, κυλούσε κρύος ιδρώτας και στη δική μου ραχοκοκαλιά. Ήταν σα να μην είχαν πάψει ποτέ να τον σημαδεύουν τα γερμανικά πολυβόλα.
Όχι, όχι δεν ήταν μια απλή αναπαράσταση. Ο Αλέκος ξαναζούσε στιγμή με στιγμή τα φρικτά γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη ζωή του. Ή, μάλλον, τις ζωές όλων των Κρητικών!
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Νίκου Ψιλάκη εδώ