Του Γιώργου Μαμάκη
Είναι Μάης, κι όμως ο Ψηλορείτης μιλά ακόμη με τη φωνή του χειμώνα. Εκεί ψηλά, πάνω από τις ανθισμένες πλαγιές και τα ξυπνημένα μονοπάτια, απλώνεται ακόμη το χιόνι – σιωπηλό, επίμονο, σχεδόν πεισματάρικο.
Δεν είναι βέβαια πια ο βίαιος χιονιάς του Γενάρη. Είναι μόνο το χιόνι που έμεινε. Που άντεξε. Που επιμένει να θυμίζει ότι ο χρόνος στο βουνό δεν κυλά με τα ημερολόγια των ανθρώπων. Είναι λευκό, αλλά όχι αθώο· έχει μνήμη. Έχει σχήμα από τους ανέμους, ίχνη από βήματα.
Το περπατάς προσεκτικά, σαν να βαδίζεις πάνω στην παλιά του σιωπή. Σου προσφέρει εκείνη τη μοναδική εμπειρία: να ζεις τον Μάιο με την ψυχή του Φλεβάρη. Και τότε, το φως — ολόλευκο, σκληρό, καθαρό — σε αναγκάζει να κοιτάξεις αλλιώς τον κόσμο.
Εδώ ο αέρας κόβεται απότομα· μυρίζει παλιό πάγο και ουρανό. Η κάθε ανάσα σε φέρνει πιο κοντά σε μια αίσθηση απογύμνωσης – σαν να ξεφλουδίζει από πάνω σου η εποχικότητα, και να απομένει μόνο η ουσία. Κάθε βήμα πάνω στο χιόνι είναι μια σιωπηλή συνομιλία με το παρελθόν του βουνού. Με εκείνους που πέρασαν πριν από σένα, με τις θύελλες που έσκαψαν αυλάκια στον πάγο, με τις χειμωνιάτικες εξάρσεις του καιρού.
Και κάπου εκεί, στην απεραντοσύνη του λευκού, χάνεται η έννοια του μήνα. Δεν υπάρχει Μάης, δεν υπάρχει Άνοιξη — υπάρχει μόνο χιόνι. Ένα παρόν παγωμένο, καθαρό, επιβλητικό.
Το χιόνι του Μάη δεν είναι καιρός. Είναι σύμβολο. Συμβολίζει την εσωτερική καρτερία — εκείνη τη βαθιά, σιωπηλή αντοχή που δεν κάνει θόρυβο, αλλά σμιλεύει τον άνθρωπο. Είναι το λευκό που δεν θέλει να γίνει πράσινο. Το παρελθόν που δεν υποχωρεί μπροστά στη βιασύνη της άνοιξης. Το χιόνι που δεν έλιωσε θυμίζει τους ανθρώπους που δεν λύγισαν. Τους έρωτες που δεν πέρασαν, τις υποσχέσεις που δεν ξεχάστηκαν.
Κάθε του πτυχή είναι και μια αναμονή. Κάθε σπινθήρας φωτός πάνω του είναι και μια ματιά που δεν ειπώθηκε ποτέ. Μένει εκεί, σταθερό, σαν πίστη χωρίς απόδειξη. Και στο να μένεις όταν όλα γύρω σου αλλάζουν, υπάρχει κάτι βαθιά συγκινητικό. Κάτι που θυμίζει καρδιά!
Το χιόνι του Μάη είναι και μια υπενθύμιση εσωτερική: πως ό,τι αξίζει, αργεί να λιώσει. Κι αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι βάθος.
Δεν είναι παράταση του χειμώνα. Είναι μαρτυρία. Είναι αυτό που μένει όταν όλα τα άλλα έχουν περάσει. Είναι μια λευκή υπογραφή στο τέλος της εποχής, που λέει: “Ήμουν εδώ. Και δεν έφυγα”