Μεγάλη η συζήτηση που ξέσπασε για την «ποιότητα» του ελληνικού ελαιολάδου με αφορμή το άρθρο μας Ντίνος Στεργίδης και Μαρία Κατσούλη: ξερριζώστε ελιές, εμείς θα φέρουμε την Ποιότητα. Ας διευκρινίσουμε τα πράγματα με γνώμονα τα πραγματικά στοιχεία, τη λογική και τη γνήσια καλοπροαίρετη υπεράσπιση του «εθνικού μας προϊόντος».
«Ποιότητα είναι αυτή η αίσθηση όταν μπαίνεις σε ένα ελαιοτριβείο την ώρα που αλέθει φρέσκο υγιή ελαιόκαρπο» |
Κατ΄ αρχήν, το (σχεδόν) φιλοσοφικό ερώτημα «τι σημαίνει ποιότητα». Τα λεξικά δίνουν κάποιους μάλλον ασαφείς υποκειμενικο – αντικειμενικούς ορισμούς. Εγώ προσωπικά μένω πιστός σε έναν υπέροχο ορισμό που είχε δώσει ο εκλιπών χημικός Κώστας Βαννός στο 1° συνέδριο του Ελιά & Ελαιόλαδο (2001) με θέμα την ποιότητα όταν είχε πει το εξής σοφό στην απλότητά του: «Ποιότητα είναι αυτή η αίσθηση όταν μπαίνεις σε ένα ελαιοτριβείο την ώρα που αλέθει φρέσκο υγιή ελαιόκαρπο». Αυτή την «υποκειμενική ποιότητα» θα πρέπει να την τεκμηριώνουμε παράλληλα και με την «αντικειμενική ποιότητα», δηλαδή το σύνολο των χημικών παραμέτρων που προβλέπουν οι κανονισμοί της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης και της οργανοληπτικής ανάλυσης) συν επιπλέον ό,τι αφορά στην καθαρότητα του προϊόντος από ανεπιθύμητα και βλαβερά υπολείμματα φυτοφαρμάκων κ.λπ. Άρα, η ποιότητα είναι μιά άρρηκτη ενότητα γαστρονομικής απόλαυσης συν χημείας και τέλος.
ποιότητα = γαστρονομία + χημεία |
Όταν λοιπόν κάποιος, ο οποιοσδήποτε, κρίνει και κατακρίνει το (ελληνικό εξαιρετικό παρθένο) ελαιόλαδο ότι «υστερεί σε ποιότητα» θα πρέπει, πρώτον να μας εξηγήσει από που το διαπίστωσε, και, δεύτερον, τι προτείνει. Διαφορετικά, συκοφαντεί το εθνικό μας προϊόν είτε από επιπόλαιη άγνοια, είτε από κάποιο συμφέρον.
Ότι (δήθεν) υστερούμε σε ποιότητα επειδή δεν παίρνουμε βραβεία σε διαγωνισμούς γιατί έτσι έκριναν κάποιοι γευσιγνώστες (με ή χωρίς εισαγωγικά) προερχόμενοι κυρίως από άλλες χώρες, μαθημένοι σε τελείως άλλα γευστικά προφίλ ή και χωρίς «μνήμη» ελαιολάδου, αποτελεί επιχείρημα που δεν αντέχει σε στοιχειώδη κριτική.
Το άλλο επιχείρημα πως πουλάμε το ελαιόλαδό μας χύμα, ειδικά στις εξαγωγές επειδή (δήθεν) υστερούμε σε ποιότητα, είναι τελείως ανιστόρητο και υποδηλώνει είτε άγνοια είτε μετά γνώσεως διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Για το ότι στη μεγαλύτερη αγορά, εισαγωγέα χώρα, τις ΗΠΑ, με όλο το ομογενειακό στοιχείο, το ελληνικό μερίδιο ολοένα συρρικνώνεται και έχει πέσει στο 3%, στην 6η θέση πίσω από Ισπανία, Ιταλία, Τυνησία, Τουρκία, Πορτογαλία,
Η ασφυξία του 3% των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου στις ΗΠΑ ευθύνεται η υστέρηση της ποιότητας των ελαιολάδων μας ή η κατασπατάληση των επί δεκαετίες χαμένων εικαιριών, των δισεκατομμυρίων επιδοτήσεων και προγραμμάτων, η αβελτηρία των επιχειρήσεων και η απουσία εθνικής ελαϊκής πολιτικής, ενώ όλες οι άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες μοχθούσαν, προόδευαν και προοδεύουν;
Ότι στην 2η σε μέγεθος αγορά, εισαγωγέα χώρα, την Βραζιλία -εκεί που από σεβασμό βαπτίζουν τα παιδιά τους με το όνομα Ελλήνων φιλοσόφων, Σώκρατες- το ελληνικό μερίδιο είναι ανύπαρκτο (0,5%) και επίσης συρρικνώνεται ενώ η Πορτογαλία αξιοποιώντας ρίζες και γλώσσα είναι η πρώτη εξαγωγέας μακράν όλων, ακόμη και της Ισπανίας, ευθύνεται η υστέρηση της ποιότητας των ελαιολάδων μας; Μετά το εκπληκτικό διήμερο συνέδριο – προωθητική ενέργεια, που οργάνωσε η Terra Creta επί εποχής του ιδρυτή της Μανώλη Αναγνωστάκη και μάλιστα χωρίς επιδοτήσεις αλλά επενδύοντας ο ίδιος όταν έφερε εμπορικούς αντιπροσώπους από όλο τον κόσμο, και από την Βραζιλία (βλέπε Ελ&Ελ τεύχος 81), πόσοι άλλοι επένδυσαν σε αυτή την τεράστια αγορά; Τι να πει η γλώσσα και ο ουρανίσκος ενός κατά τα άλλα συμπαθέστατου Βραζιλιάνου αν ξαφνικά του δώσουμε να γευθεί ένα ελληνικό λάδι; Φταίει η κορωνέικη ή η αβελτηρία των επιχειρήσεων και η απουσία εθνικής ελαϊκής πολιτικής, ενώ όλες οι άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες μοχθούσαν, προόδευαν και προοδεύουν;
Ας μη συνεχίσουμε στις άλλες μεγάλες πλούσιες αγορές της Αυστραλίας, του Καναδά, κ.λπ.
Να μην ξεχάσουμε το δεύτερο ερώτημα – πρόκληση. Για αυτή την υποτιθέμενη υστέρηση της της ποιότητας των ελληνικών ελαιολάδων, αν την αποδεχθούμε, τι προτείνετε; Εδώ η μαθηματική εξίσωση έχει τρεις και μόνον πιθανές λύσεις τις οποίες εξετάσαμε στο χθεσινό μας άρθρο: είτε φταίνε οι ελιές, άρα να ξεριζώσουμε τις γηγενείς ποικιλίες για να φυτέψουμε ξενικές, μοντέλο που σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε ο αμπελοοινικός τομέας με τα γνωστά αποτελέσματα και τον ρόλο κάποιων σομελιέ και ινφλουένσερς να είναι γνωστός τουλάχιστον στον κλάδο των αμπελουργών και οινοποιών. Είτε φταίνε οι ελαιοπαραγωγοί με τις λάθος καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούν, άρα να τους μετακινήσουμε κάπου αλλού για να φέρουμε καλούς ελαιοπαραγωγούς από κάπου αλλού. Είτε φταίνε τα ελαιοτριβεία μαζί με τους ελαιοτριβείς, τους οποίους θα πρέπει κι αυτούς κάπου να μετακινήσουμε εισάγοντας άλλους «ποιοτικούς». Σοβαρά ή γελοία, αυτά λέει η λογική αν υιοθετήσουμε και αρχίσουμε να προπαγανδίζουμε τα περί υστέρησης της ποιότητας. Τώρα, αν θέλουμε να σοβαρευτούμε υπάρχει και ο άλλος δρόμος.
ας σοβαρευτούμε και ας αφοσιωθούμε με σοβαρό τρόπο στην αέναη προσπάθεια βελτίωσης της ολοκληρωμένης ποιότητας |
Η αναγνώριση και κατανόηση ότι η «ποιότητα» αποτελεί ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό ζήτημα σε διαρκή εξέλιξη. Πριν λοιπόν πετάξουμε τα παρθένα λάδια μαζί με τους κατσιγάρους με αυθαίρετες διαπιστώσεις ότι «υστερούμε σε ποιότητα», ας σοβαρευτούμε και ας αφοσιωθούμε με σοβαρό τρόπο στην αέναη προσπάθεια βελτίωσης της ολοκληρωμένης ποιότητας. Χρειαζόμαστε:
– χρήμα (δυστυχώς όταν το είχαμε το σπαταλήσαμε και σήμερα είναι δυσεύρετο),
– επιστήμονες (έχουμε, αρκεί να τους αξιοποιήσουμε),
– μηχανισμούς και διαδικασίες εκλαΐκευσης και διάδοσης της γνώσης, από τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα (στην Ελλάδα ατροφούν),
– (δι)επαγγελματικές οργανώσεις όλων των κρίκων της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας αξίας (το μεγάλο μας έλλειμμα),
– ανταμοιβή των παραγωγών και πωλητών προϊόντων (ελιών και ελαιολάδων) με δίκαιες και ικανοποιητικές τιμές, εισόδημα, κέρδη, άρα χρειαζόμαστε ρυθμίσεις της αγοράς (της ΕΕ ατρόφησαν, χώρες όπως η Ισπανία διαθέτουν, η Ελλάδα, όχι).
Άρα, συμπέρασμα της όλης συζήτησης: η ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου είναι πολύ καλή, μπορεί και πρέπει να βελτιώνεται διαρκώς. Η «αγορά» είναι ο πιο έγκυρος αξιολογητής υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουμε σοβαρούς μηχανισμούς (ελαϊκής) πολιτικής που ρυθμίζουν και διορθώνουν τις αναπόφευκτες ατέλειές της.
Φωτό: μια αιωνόβια ελιά αγκαλιασμένη με έναν αρχαίο κίονα στην αρχαία Γόρτυνα. Ευγενική παραχώρηση © Αντρέας Σμαραγδής.
Πηγή: olivenews.gr