Γράφει η Όλγα Μπελιβάνη – Τσιτσάκη*
Ο Λασιθιώτης ανεμόμυλος και ο δάσκαλος..
Εγώ θα σας μιλήσω για το δάσκαλο Νεκτάριο και όχι για τον ιερωμένο..
Γιατί εγώ το πρόσωπο του πρώτου βίωσα και νιώθω τυχερή και ευλογημένη που το είδα.
Γιατί πώς να στριμώξει κανείς μια πολύπλευρη πνευματική προσωπικότητα σε δυο τρεις αράδες δεν χωρά..
Το περιβάλλον είναι μεγάλη υπόθεση σε ένα λουλούδι, το ίδιο και στον άνθρωπο..
Μεγάλο πράγμα να είσαι δάσκαλος..
Είσαι οδηγός..
Τυχερός αυτός που του λάχε καλός δάσκαλος και του άνοιξε τα παραθύρια της ζωής..
Και όταν τον ρώτησε τον μαθητή που θες να πας.. δεν περίμενε απάντηση μόνο του πε τα λόγια του Καζαντζάκη ” φτάξε όπου δεν μπορείς”.
Όταν ήμουν κοπελάκι Πέμπτης δημοτικού έφυγα από το χωριό μου, όπου το μόνο που είχα γνωρίσει ως μάθηση ήταν να με κατασκοτώνει με τη ρίγα ο δάσκαλος..
Την μια γιατί νόμιζε ότι ήταν κακάο χυμένο στο τετράδιο μου ενώ ήταν αίμα από τα βασανιστήρια μου, την άλλη με έδειχνε παράδειγμα προς αποφυγή για τους συμμαθητές μου και με σήκωνε όρθια στην γωνία της τάξης..
Έφυγα από ένα εξαθέσιο σχολείο..
Έφυγα από τον κάμπο ..
Έφυγα από τους δικούς μου..
Και πήγα σε άλλο τόπο σαν το πουλί που δεν ήταν η ώρα του να αφήσει τη φωλιά, δεν ήταν η ώρα του να πάει σ’ άλλα μέρη γιατί ήταν σπασμένες οι φτερούγες του, σαν το βασιλικό τον μαραμένο που ήθελε καινούριο ήλιο και νερό να εγκλιματισθεί στην καινούργια γλάστρα.
Πήγα λοιπόν στο σχολειό που δίδασκε ο πατέρας Νεκτάριος, στην Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής..
Σε ένα τριθέσιο σχολείο..
Δίδασκε στην Πέμπτη και την Έκτη Τάξη ..
Εγώ πήγα στην Πέμπτη δημοτικού..
Ο δάσκαλος καθόταν στην μέση της τάξης σε μια έδρα στο ψηλό ξύλινο βάθρο..
Έφτασα καθυστερημένη , φοβισμένη και τρύπωσα ..
Δεν μου πε τίποτα μόνο με σύστησε στους συμμαθητές μου..
Μου έκανε εντύπωση που τα ξύλινα θρανία δεν ήταν στοιχισμένα όπως στο σχολείο μου να κοιτούν την έδρα αλλά ήταν στραμμένα προς την τζαμαρία, τοποθετημένα περιμετρικά , αμφιθεατρικά να κοιτούν την τεράστια αυλή..
Ίδια πως ήταν αγκαλιασμένα και χόρευαν πεντοζάλι..
Με κοίταξε καλά καλά την πρώτη μέρα από κορφής τραβώντας τα ασπρόμαυρα γένια του προς το λαιμό του..
– Πες μας για τον τόπο σου.. Βασίλισσα Όλγα
Εγώ είχα τόσα πολλά να πω ..
Γιατί χοχλακούσε το τσουκάλι στην καρδιά μου από την αγάπη μου για το Λασίθι..
Αλλά ήταν και τόση η ντροπή μου ..
Που ένιωθα σαν το αμάξι που γυρνάς τη μίζα να βάλεις μπροστά και δεν παίρνει γιατί ξέμεινε από μπαταρία..
Ένας κόμπος έκατσε στο λαιμό μου και δεν έβγαλα αχνιά..
Εν το μεταξύ μια ανησυχία είχε ριζώσει στην σκέψη μου..
Εγώ από μικρό παιδί είχα καημό να παντρευτώ και στο σχολείο που πήγα είχε μόνο ένα νεαρό κατάξανθο και ποια θα τον πρωτοπαντρευόταν..
Κι ύστερα δεν μου καλοάρεσε..
Πολύ άσπρος μου φαινόταν..
Πολύ περίεργος τούτος ο δάσκαλος δεν του αρέσαν λέει κείνα που γράφαν τα βιβλία.
Μας έβαζε να λύνουμε γρίφους και να ταξιδεύουμε με την φαντασία..
Έδινε έμφαση στην καλλιγραφία..
Και ιδιαίτερα στο πρώτο γράμμα, το ήθελε πολύ περίτεχνο..
Επίσης ήθελε να ξέρουμε που κατοικούμε..
Και είχε έναν ανοικτό χάρτη και συνεχώς μας έλεγε να πα να δίξουμε ένα μέρος πάνω του και μας μιλούσε ύστερα γι’ αυτό.
Μας έκανε να ανυπομονούμε να πάμε στο σχολειό.
Μια μέρα κάναμε τι είναι μεταφορά και τι κυριολεξία..
Και μας είπε να γράψουμε μια έκθεση να παρομοιάσουμε τον εαυτό μας..
Και του έκανε τόση εντύπωση η δική μου η έκθεση που με έβαλε να την διαβάσω πολλές φορές.
Έγραψα πως είμαι ένας Λασιθιώτης ανεμόμυλος και δεν γυρίζω να βγάλω νερό από το πηγάδι παρόλο που φυσούσαν αέρηδες γιατί δεν βρέθηκε άνθρωπος να βάλει νερό στον κάλυκα μου..
Δεν ήξερε μου είπε ότι ένας μύλος για να βγάλει νερό πρέπει κάποιος να του βάλει..
Ο πατέρας Νεκτάριος μου έβαλε νερό για να βγάλω….
Μου έδεσε την λαβωμένη μου φτερούγα..
Με πότιζε και έγειρε ολάκερο ήλιο να ξανοίγει τα δικά μου φύλλα.
Ο πατέρας Νεκτάριος ήταν “ένας εφοπλιστής” κοινωνίας..
Κοπελάκια ορφανά μπροστά του, παραπονεμένα.. που κατάλαβε ότι τον κοιτούσαν πιο πάνω και από το εικόνισμα στον τοίχο πίσω του..
Όλοι εμείς ήμασταν σαν τσι χάνους , κοιτούσαμε τον τοίχο και θωρούσαμε μόνο τον τοίχο και όχι ολάκερο τον κόσμο που κρυβόταν από πίσω του.
Όλοι εμείς ήμασταν σκαριά…
Καίκια μεσοτελειωμένα, παπόρια αταξίδευτα, υπερωκεάνια αναύλωτα ..
Ο δάσκαλος αυτός χρησιμοποίησε όλη του τέχνη χρησιμοποιώντας το λειτούργημα του και μας σκάρωσε γερά και μας αμόλησε στο πέλαο της κοινωνίας ..
Χωρίς να ξεχωρίζει τι χρώμα ήταν εκείνο το χεράκι που χόρευε στον αέρα φωνάζοντας του κύριε κύριε..
Και έγινε το δεύτερο λιμάνι των καραβοτσακισμένων, γιατί έτσι πρέπει να κάνει ένας δάσκαλος.
Ο πατέρας Νεκτάριος ένα πρωί βγήκε στην προσευχή και είπε ..
Θα πάμε εκδρομή στο Λασίθι να γνωρίσουμε τον τόπο της Όλγας..
Ο ανεμόμυλος μέσα μου έβγαζε και έβγαζε νερό, μου έλειπε βλέπετε ο τόπος μου..
Αφού γέμισαν οι τάβλες της στέρνας μου ξεχείλισε και έτρεχε από τα βουρκωμένα μου μάτια..
Οκτώ όμορφα χρόνια τον είχα δάσκαλο.. ευχαριστώ δάσκαλε..
Ένα σκαρί σου.
(Η φωτογραφία στο τέλος του κειμένου, είναι από εκείνη την εκδρομή στο Λασίθι και συγκεκριμένα στην Κρουσταλένια)
* Η κ. Όλγα Μπελιβάνη – Τσιτσάκη είναι συγγραφέας