Του Μιχάλη Στρατάκη*
Ψυχοσάββατο αύριο κι εγώ δε κλουθούσα στη γυναίκα μου στην εκκλησιά.
Μοναχή της εξαναπήγε τα κόλλυβα και δε μου ‘καμε και τραβάγια, γιατί κατέχει πως εγώ δεν πιστεύω στα ψυχοσάββατα, μα πιστεύω στις ψυχοδευτέρες, στις ψυχοτρίτες, στις ψυχοτετάρτες, στις ψυχοπέμπτες, στις ψυχοπαρασκευές, στα ψυχοσάββατα, στις ψυχοκυριακές, στις ψυχομέρες και στις ψυχονύχτες, για τους αθρώπους απού μου λείπουνε.
Μήτε και τα σημερνά κόλλυβα τα ρέγομαι, γιατί ο νους μου ξακλουθά να ‘ναι σκαλωμένος στα παιδικάτα μου, στη φτωχογειτονιά των Καμινίων του Μεγάλου Κάστρου, στην εκκλησιά της Αγιάς Βαρβάρας.
Και όσο η Μαρία ήτανε στην εκκλησιά, εγώ έκανα το δικό μου μνημόσυνο, αφήνοντας τα χαλινάρια του νου μου και δίνοντας του την ευκαιρία να ξαναμολάρει κατά κείνα τα χρόνια, κατά κείνη τη γειτονιά, κατά κείνη την εκκλησιά, κατά κείνους τους βασανισμένους αθρώπους της βιοπάλης και της περηφάνειας.
Εξαναβρέθηκα στα σκαλούνια της Αγιάς Βαρβάρας, ομπρός στις μαυροφορεμένες γυναίκες με τα τσεμπέρια στην κεφαλή, απού κρατούσανε τση δίσκους με τα κόλλυβα.
Εξανάφησα τη μαθιά μου να περιδιαβεί τση δίσκους και να θαυμάσει το μεράκι των αθρώπινων χεριών, μα πάνω απ’ όλα της ψυχής τ’ αθρώπου που ‘χε δώσει στα κόλλυβα όλη την ομορφιά τ’ ουρανού.
Πραγματικά κεντήδια ήσανε οι δίσκοι.
Με το κατακόκκινο του ρογδιού, το καφετί των καρυδιών, το πάλευκο της άχνης ζάχαρης, το ασημί και το χρυσό των μικρών κουφέτων, το πράσινο του βάρσαμου, το κίτρινο του σταριού, το μαυριδερό των σταφίδων κι εκείνο το ασύληπτο χρώμα που μοναχά τα παιδικά μάθια μπορούνε να δούνε, σαν ανήκουνε σε κοπέλι που πεινά.
Δεν εσκάλωσε η θύμηση μου σε κιανέναν από κείνους τους δίσκους, μα αναζήτηξε το δίσκο της γριάς Πουπάκενας, σαν που τον αναζητούσε και τότες.
Φτωχή ήτανε η μαύροκακομοίρα η Πουπάκενα και δεν είχε τη μπόρεση να σάξει μυριοστολισμένο δίσκο με κόλλυβα.
Για τούτο, σα να ντρεπότανε, επήγαινε και στεκότανε τελευταία στη σειρά, στο κάτω σκαλούνι τσ’ εκκλησιάς, με το δίσκο της αγκαλιά.
Μόνο τα μαύρα μάθια της φαινότανε, ανάμεσα στις δίπλες του τσεμπεριού, κι ο δίσκος της.
Ξαναφέρνω στο νου μου εκείνο το δίσκο και θολώνουνε τα μάθια μου.
Πράμα στολίδι δεν είχανε τα κόλλυβα.
Φαινότανε ολόγδυμνο το βρασμένο στάρι κι από πάνω λίγη ζάχαρη.
Ένας σταυρός στη μέση, γινομένος από κομμάθια ξερού βερύκοκου και πράμα άλλο.
Εγώ, στην γριά την Πουπάκενα επήγαινα και έπαιρνα κόλλυβα.
Τα ‘τρωγα και εξαναπήγαινα.
Έπαιρνα και σε μια χάρτινη σακούλα και τα πήγαινα τση μάνας μου.
Μόνο από το δίσκο της γριάς Πουπάκενας έπαιρνα κόλλυβα.
Και ίσως ήμουνα ο μόνος…
Ψυχοσάββατο είναι αύριο.
Για όλους τους άλλους, εξόν από μένα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς