Του Μιχάλη Στρατάκη*
Εγώ, χοχλιούς τους έμαθα, χοχλιούς τους αγάπησα, χοχλιούς τση λέω, χοχλιοί μ’ αρέσουνε. Τελεία και παύλα.
Άμα γροικώ να τους λένε ”σαλιγκάρια”, αηδιάζω. Και μανίζω κι όλας, γιατί θαρρώ πως μου βλαστημούνε το αγαπημένο φαγητό μου. Ακούς εκεί σαλιγκάρια…
Από τα παιδικάτα μου τσ’ αγαπώ, γιατί εμπόρουνα να τσι μαζώνω αμοναχός μου.
Ήσανε στσι κουφάλες των ελιών, ήσανε κάτω από αστιβίδες, ήτανε κάτω από τροχάλους, παντού ήσανε.
Ακίνητοι οι κακομοίρηδες, επεριμένανε εμένα να τσι βγάλω από την κοιμηθιά τους, να τσι βάλω στο γαρμπίλι μου και να τσι πάω στη μάνα μου.
Γεμάτος χοχλιούς ήτανε ο τόπος εκείνανα τα χρόνια.
Ύστερα αναμαζωχτήκανε οι παγγελματίες χοχλιδομαζωχτάρηδες και ντακάρανε οι χοχλιοί να ξαφανίζονται και από τσ’ ελιές και από τσι δέτες και από τα χερσοχώραφα.
Αλλά, δόξα τω Θεώ των αθρώπων και των χοχλιών, ακόμη υπάρχουνε κάμποσοι και περιμένουν τσι μερακλήδες να τσι μαζώξουν.
Οι χειμωνιάτικοι χοχλιοί, μήτε μου αρέσανε, μήτε και μ’ αρέσουνε, ακόμη και σήμερα. Παρότι πιο εύκολα τσι μάζευα και παρότι πιο κρεατσάτοι ήσανε, δε μ’ αρέσανε, γιατί θέλανε σάκασμα, αλλά και πάλι νερουλούς και σαλιάρηδες τους έβλεπα.
Οι καλοκαιριάτικοι χοχλιοί, είναι άλλο πράμα. Μπορεί να ‘ναι αδύνατοι, αλλά είναι πεντακάθαροι και νόστιμοι.
Η αδυναμία μου είναι οι μπουμπουριστοί.
Να τσι βάζω μπρούμητα στο αλάτσι μέσα στο τηγάνι, ν’ ανάβω τη φωθιά και μόλις αρχίσουνε να βγάζουνε τα σάλια τους να ρίχνω λιόλαδο και να τσι τηγανίζω, μαζί με το αλάτσι τους. Σε πέντε λεπτά, ρίχνω από πάνω τους κλαδάκια αρισμαρί και σβύνω με δυνατό κρασόξυδο, τόσο δυνατό που σαν το μυρίσεις δακρύζουνε τα μάθια σου.
Μιλούμε για τους χοντρούς χοχλιούς και όχι για τους λιανούς. Οι λιανοί κάνουνε μόνο βραστοί ή λαδεροί με κολοκυθάκια και πατάτες ή με χόντρο.
Τους χοντρούς, άμα δεν τους κάνεις μπουμπουριστούς, τους χαραμίζεις.
Από τα μικράτα μου ίσαμε και τώρα, σαν βάλω μπροστά μου μια λεκάνη μπουμπουριστούς χοχλιούς, το ίδιο πράμα έκανα και συνεχίζω να κάνω.
Έτρωγα τις πρώτες χαχαλιές χωρίς να πετώ τα αποκόλια τους. Σούμπιτοι κατέληγαν στο στομάχι μου. Η πείνα βλέπετε…
Όμως, σαν άρχιζε να καταλαγιάζει η πείνα, άρχιζα να τους τρώγω τηρώντας τους κανόνες της υγιεινής. Πετούσα τα αποκόλια τους.
”Χορτασίλα μυρίζουνε;” με ρωτούσε ο πατέρας μου μόλις με θώριε ν’ αρχίζω να πετώ το κάτω κάτω του χοχλιού.
Πράγματι, χορτασίλα εμυρίζανε.
Σαν έσαξα το σπίτι μας στη Ρογδιά, με λύπη μου διαπίστωσα πως στην περιοχή μας μήτε δείγμα χοχλιού δεν υπήρχε.
Εβάλθηκα να αλλάξω τα πράματα.
Από τον πρώτο κιόλας χρόνο, άρχισα να σκορπίζω στις ελιές μου χοχλιούς.
Σήμερα, και μέσα στο σπίτι θωρώ να μπαίνουνε χοχλιδάκια.
Χαρμολύπη.
Χαίρομαι που έχω στρατιές χοχλιών τριγύρω μου, αλλά λυπούμαι που δε μου πάει η καρδιά να πειράξω έστω και έναν.
Για να φάω χοχλιούς, πρέπει να ‘ναι μαζεμένοι μακριά από το σπίτι μου.
Να μην έχουνε μήτε μακρινή συγγένεια με τσι δικούς μου.
Μπορεί στα μάθια σας να φαίνομαι θεοκούζουλος, στα μάθια όμως των χοχλιών μου είμαι βέβαιος πως δεν είμαι.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς