Τι τέλος πάντων είναι ο άνθρωπος και πόση είναι η ευγένεια της δικής μας φύσης και πόσο ικανό στην αρετή είναι αυτό το όν, μας το έδειξε περισσότερο απ᾽ όλους τους ανθρώπους ο Παύλος. Και τώρα σηκώνεται, από εκεί που έχει φτάσει, και με καθαρή φωνή προς όλους εκείνους που κατηγορούν τη φύση μας απολογείται για χάρη του Κυρίου, προτρέπει για αρετή, κλείνει τα αναίσχυντα στόματα των βλάσφημων και αποδεικνύει ότι δεν είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στους αγγέλους και στους ανθρώπους, αν θέλουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας. Γιατί χωρίς να έχει άλλη φύση, ούτε να έχει λάβει άλλη ψυχή, ούτε να κατοίκησε σ᾽ άλλο κόσμο, αλλά αν και ανατράφηκε στην ίδια γη και τόπο και με τους ίδιους νόμους και συνήθειες, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν από τότε που έγιναν οι άνθρωποι. Που είναι λοιπόν εκείνοι που λέγουν, ότι είναι δύσκολο πράγμα η αρετή και εύκολο η κακία; Γιατί ο Παύλος τους αντικρούει λέγοντας ‹‹Οι θλίψεις μας που γρήγορα περνούν, προετοιμάζουν σ᾽ εμάς σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας›› (Β’ Κορ. 4, 17). Εάν όμως τέτοιες θλίψεις περνούν εύκολα, πολύ περισσότερο οι φυσικές ηδονές.
Και δεν είναι μόνο αυτό το θαυμαστό του, ότι δηλαδή από πολλή προθυμία δεν αισθανόταν τους κόπους του για την αρετή, αλλ᾽ ότι ασκούσε αυτήν χωρίς αμοιβή. Εμείς βέβαια δεν υπομένουμε κόπους γι᾽ αυτήν αν και υπάρχουν αμοιβές. Εκείνος όμως και χωρίς τα έπαθλα την επιζητούσε και την αγαπούσε, και εκείνα που θεωρούνταν ότι είναι εμπόδιά της τα ξεπερνούσε με κάθε ευκολία. Και δεν επικαλέσθηκε ούτε την αδυναμία του σώματος, ούτε την τυραννίδα της φύσης, ούτε τίποτε άλλο. Αν και είχε αναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα από τους στρατηγούς και όλους τους βασιλείς της γης, αλλ᾽ όμως κάθε ημέρα ήταν ακμαίος, και ενώ οι κίνδυνοί του επαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Για να δείξει αυτό ακριβώς έλεγε, ‹‹ξεχνώντας τα όσα έγιναν στο παρελθόν και φροντίζοντας για εκείνα που είναι μπροστά μου›› (Φιλιπ. 3, 14). Και ενώ περίμενε τον θάνατο, καλούσε σε συμμετοχή της ηδονής αυτής λέγοντας, ‹‹χαίρετε και να χαίρεστε μαζί μου›› (Φιλιπ. 2, 18). Και ενώ τον απειλούσαν κίνδυνοι και προσβολές και κάθε ατιμία, πάλι σκιρτούσε και όταν έγραφε την επιστολή στους Κορινθίους έλεγε, ‹‹Γι᾽ αυτό και ευφραίνομαι σε ασθένειες, σε προσβολές, σε διωγμούς›› (Β΄ Κορ. 12, 10). Και τα ονόμασε αυτά όπλα της δικαιοσύνης, αποδεικνύοντας ότι και από αυτά είχε πολύ μεγάλες ωφέλειες και από παντού ήταν ακατάβλητος στους εχθρούς του. Και ενώ παντού τον βασάνιζαν, τον περιφρονούσαν, τον κακολογούσαν, σαν να βάδιζε σε θριάμβους και να έστησε σταθερά τρόπαια σ᾽ όλα τα σημεία της γης, έτσι υπερηφανευόταν και ευχαριστούσε το Θεό λέγοντας. «Η ευχαριστία ανήκει στο Θεό ο οποίος πάντοτε μας οδηγεί σε θρίαμβο» (Β’ Κορ. 2, 14).
Και την κακοποίηση και την προσβολή για το κήρυγμα επιζητούσε περισσότερο απ᾽ όσο εμείς την τιμή, και το θάνατο απ᾽ όσο εμείς τη ζωή, και τη φτώχεια απ᾽ όσο εμείς τον πλούτο, και τους κόπους περισσότερο απ᾽ όσο άλλοι τις ανέσεις, και όχι απλά περισσότερο, αλλά πολύ περισσότερο, και τη λύπη περισσότερο απ᾽ όσο άλλοι τη χαρά, και το να εύχεται για τους εχθρούς περισσότερο απ᾽ όσο το να τους καταριούνται οι άλλοι. Και ανάτρεψε την τάξη των πραγμάτων, ή καλύτερα εμείς την ανατρέψαμε, εκείνος όμως, όπως τη νομοθέτησε ο Θεός, έτσι τη φύλασσε. Γιατί όλα αυτά ήταν σύμφωνα με τη φύση, εκείνα όμως αντίθετα. Ποια είναι η απόδειξη; Το ότι ο Παύλος, αν και ήταν άνθρωπος, ακολουθούσε περισσότερο αυτά παρά εκείνα. Ένα μόνο πράγμα ήταν φοβερό γι᾽ αυτόν και απόφευγε, το να αντιμάχεται το Θεό, και τίποτε άλλο. Όπως βέβαια τίποτε άλλο δεν του ήταν ποθητό, όσο το να αρέσει στον Θεό. Και δε λέγω τίποτε από τα παρόντα, αλλά ούτε και από τα μέλλοντα. Και μη μου πεις τις πόλεις και τα έθνη και τους βασιλείς και τα στρατόπεδα και τα χρήματα και τις σατραπείες και τις δυναστείες, γιατί ούτε ιστό αράχνης τα θεωρούσε αυτά. Αλλά σκέψου αυτά που υπάρχουν στους ουρανούς και τότε θα καταλάβεις τη σφοδρή αγάπη που είχε για το Χριστό. Γιατί ο Παύλος γι᾽ αυτήν την αγάπη δε θαύμασε ούτε την αξία των αγγέλων, ούτε των αρχαγγέλων, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο.
Είχε μέσα του πιο μεγάλο απ᾽ όλα, την αγάπη του Χριστού και μαζί με τούτο θεωρούσε τον εαυτό, του τον πιο ευτυχισμένο απ᾽ όλους. Και χωρίς αυτό, δεν επιθυμούσε να γίνει ένας από τις κυριότητες, ούτε από τις αρχές και εξουσίες (ονομασίες αγγελικών ταγμάτων), αλλά μαζί με την αγάπη αυτήν ήθελε περισσότερο να είναι ανάμεσα στους τελευταίους και τους κολασμένους, παρά χωρίς αυτήν ανάμεσα στους πρώτους και τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾽ αυτόν ήταν μία, το να χάσει την αγάπη αυτή. Αυτό ήταν για τον Παύλο γεέννα, αυτό τιμωρία, αυτό άπειρα κακά όπως ακριβώς και απόλαυση, το να πετύχει την αγάπη. Αυτό ήταν η ζωή του, αυτό ο κόσμος του, αυτό ο άγγελός του, αυτό τα παρόντα, αυτό τα μέλλοντα, αυτό βασιλεία, αυτό υπόσχεση, αυτό τα άπειρα αγαθά. Και κάθε άλλο που δεν οδηγούσε εδώ, δεν το θεωρούσε ούτε δυσάρεστο, ούτε ευχάριστο. Έτσι όμως περιφρονούσε όλα τα ορατά, όπως το σάπιο χόρτο. Και οι τύραννοι και οι πόλεις που άφριζαν από θυμό του φαίνονταν ότι είναι κουνούπια, ενώ ο θάνατος και οι τιμωρίες και τα πάρα πολλά βασανιστήρια του φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Αλλά βέβαια τα υπόφερε για το Χριστό.
Γιατί τότε τα δεχότανε με χαρά αυτά και στα δεσμά του έτσι υπερηφανευόταν, όπως δε θα υπερηφανευόταν ο Νέρων όταν είχε στο κεφάλι του το βασιλικό διάδημα. Και έμεινε στη φυλακή, σαν να ήταν ο ουρανός, και δεχόταν τα κτυπήματα και τις μαστιγώσεις πιο ευχάριστα από εκείνους που αρπάζουν τα βραβεία. Και τους πόνους αγαπούσε όχι λιγότερο από τα έπαθλα, θεωρώντας τους πόνους ότι είναι έπαθλο. Γι᾽ αυτό και τους ονόμαζε χάρη.
Πρόσεχε όμως. Έπαθλο ήταν, το να πεθάνει και να είναι μαζί με το Χριστό, το να παραμείνει όμως στη ζωή, ήταν αυτός ο αγώνας. Αλλ᾽ όμως αυτό προτιμά περισσότερο από εκείνο και λέγει ότι του είναι αναγκαιότερο. Το να αποχωρισθεί από το Χριστό, ήταν αγώνας και κόπος, ή καλύτερα περισσότερο από αγώνα και κόπο το να παραμένει μαζί του, ήταν έπαθλο. Αυτό όμως προτιμά περισσότερο από εκείνο για χάρη του Χριστού.
Αλλά θα μπορούσε ίσως να πει κανείς, ότι όλα αυτά του ήταν ευχάριστα για χάρη του Χριστού. Αυτό λοιπόν λέγω και εγώ, ότι δηλαδή εκείνα πού για μας είναι αιτία λύπης, αυτά προκαλούσαν σ᾽ εκείνον μεγάλη ευχαρίστηση. Και γιατί λέγω τους κινδύνους και τις άλλες ταλαιπωρίες; Αφού πραγματικά ήταν σε διαρκή λύπη γι᾽ αυτό και έλεγε «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ μαζί του; Ποιός σκανδαλίζεται και δεν δοκιμάζομαι και εγώ;» (Β’ Κορ. 11, 19). Αλλ᾽ όμως και τη λύπη θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε σαν ευχαρίστηση. Γιατί πολλοί και όταν χάσουν τα παιδιά τους και τους επιτρέπεται να θρηνούν, παρηγορούνται όταν όμως εμποδίζονται, στενοχωρούνται. Έτσι λοιπόν και ό Παύλος, κλαίοντας νύκτα και ημέρα, παρηγορούνταν. Γιατί κανένας δεν πένθησε έτσι τα δικά του κακά, όπως εκείνος τα ξένα. Πώς λοιπόν θεωρείς ότι συμπεριφέρεται, αφού οι Ιουδαίοι δε σώζονται, για να σωθούν αυτοί, όταν εύχεται να εκπέσει αυτός από την ουράνια δόξα; Επομένως είναι φανερό ότι το να μη σωθούν αυτοί ήταν πολύ χειρότερο γι᾽ αυτόν. Γιατί αν δεν ήταν χειρότερο, δεν θα ευχόταν εκείνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), αφού το προτίμησε σαν ελαφρότερο και που έχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Και όχι απλώς ήθελε, αλλά φώναζε λέγοντας, «Ότι υπάρχει μέσα μου λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου» (Ρωμ. 9, 2).[…]
Γι᾽ αυτό εκπλήσσομαι με τη δύναμη του Θεού, γι᾽ αυτά θαυμάζω την προθυμία του Παύλου, επειδή δέχτηκε τόση χάρη, επειδή έκαμε τέτοιον τον εαυτό του. Και σας παρακαλώ να μη θαυμάζετε μόνο, αλλά και να μιμείσθε το παράδειγμα αυτό της αρετής, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να λάβουμε τα ίδια μ᾽ εκείνον στεφάνια. Εάν όμως απορείς ακούοντας ότι, αν κατορθώσεις τα ίδια, με τον Παύλο, άκουσε αυτόν να λέγει τα εξής. «Έχω αγωνισθεί τον καλό αγώνα, έχω φθάσει στο τέλος του δρόμου, έχω διαφυλάξει την πίστη. Λοιπόν μου επιφυλάσσεται το στεφάνι τής δικαιοσύνης, που θα μου δώσει σαν ανταμοιβή ο Κύριος, ό δίκαιος κριτής, κατά την ημέρα εκείνη και όχι μόνο σ᾽ εμένα, αλλά και σ᾽ όλους που έχουν αγαπήσει την εμφάνισή του» (Β’ Τιμ. 4, 7-8).
Bλέπεις πως όλους τους καλεί στην ίδια κοινωνία; Επειδή λοιπόν υπάρχουν τα ίδια για όλους, ας φροντίσουμε όλοι να γίνουμε άξιοι των αγαθών τα οποία μας έχει υποσχεθεί. Και ας μη δούμε μόνο το μέγεθος και την έκταση των κατορθωμάτων, αλλά και το πάθος της προθυμίας, με την οποία απέσπασε τόση χάρη, και τη συγγένεια της φύσης, γιατί είχε όλα αυτά τα κοινά μ᾽ εμάς. Και έτσι και τα υπερβολικά δύσκολα θα μας φανούν εύκολα και ελαφρά, και αφού κοπιάσουμε στο σύντομο αυτό χρόνο, θα φορέσουμε το άφθαρτο και αθάνατο εκείνο στεφάνι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Από τον περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία)