Του Μιχάλη Στρατάκη*
Ένα σπυρί μοσκολίβανο στ’ αναμμένα φυλλοκάρδια μου, για να θυμίσω μια ψυχή…
Έχετε ποτέ σας κοιμηθεί με μια σάκα του σκολιού;
Εγώ για πολλές νύχτες σφιχταγκαλιασμένη την είχα, με τη μύτη μου κολλημένη απάνω της, για να μυρίζομαι τη μυρωδιά του δερμάτου.
Μια δεκαριά χρονώ ήμουν κι επήγαινα στην τρίτη του δημοτικού, σ’ ένα ημιυπόγειο σκολιό κοντά στον Μιχαήλ Αρχάγγελο.
Αξέχαστο σκολιό, κι ας ήταν χωμάτινο το πάτωμα του κι ας μην είχε αποχωρήσει κι ας επίναμε νερό όλα τα κοπέλια από μια και μοναδική βρύση που έτρεχε μέσα σ’ έναν τσίγκινο κουβά.
Αξέχαστο σκολιό, κυρίως για τον δάσκαλο που είχαμε, τον Εμμανουήλ Μπιτζαράκη τον λέγανε κι ήταν η αιτία που ονειρευόμουνε άμα που μεγάλωνα να γινόμουνε δάσκαλος για να μ’ αγαπούσαν όλα τα κοπέλια, κατά που αγάπουνα κι εγώ εκείνον τον δάσκαλο.
Τόνε θυμήθηκα σήμερο, ξανοίγοντας φωτογραφίες των δασκάλων να ‘χουνε ξεχυθεί στους δρόμους και να παλεύει για τα δίκια των κοπελιών, όταν επάλευε κι εκείνος ο δάσκαλος μου.
Δεν εκάτεχα το απάλε του, μα το ψυχανεμιζόμουνα, γιατί κάθε λίγο και λιγάκι εθώρουνα χωροφυλάκους να ΄ρχονται στο σκολιό και να παίρνουν μαζί τους.
Ετότε σας ήτανε που οι γονέοι μου αγόρασαν και την πρώτη σάκα τση ζωής μου.
Από το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Λυρατζάκη την είχε παρμένη. Πέτσινη με χαρταλάμια και ολόχρυση κλειδωνιά.
Ω Παναγία μου πως εμύριζε το πετσί της!
Πιο πολύ και καλύτερα από το μοσχολίβανο που ‘βαζε στο θυμιατό του ο παπάς Μανόλης στην εκκλησιά της Αγίας Βαρβάρας εμύριζε.
Αγκαλιά την έπαιρνα την πέτσινη σάκα στην κοιμηθιά μου. Κι εκόλλουν τη μύτη μου στο πετσί, παίρνοντας όσο βαθύτερες αναπνεύσεις εμπόρου, για να πέψω τη μυρωδιά ίσαμε τα δαχτύλια των ποδιών μου.
Θυμούμαι με πόσο καμάρι την έδειξα του δασκάλου μου.
Θυμούμαι πως κι αυτός με καμάρι μου ‘πε «μπράβο» και μου χάρισε ένα μολύβι αγκίνιο που ‘χε στην τσέπη του.
Θυμούμαι πως σε μια ολιά ώρα, ξανάρθε ο χωροφύλακας…
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή τις Γκαγκάλες της Μεσαράς