Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Αμούστακο κοπέλι ήμουνε όταν επόθανε η γιαγιά μου η Μαργή η Τσαγκαροβασίλαινα, και ο χαμός της ήτανε ο πρώτος χαμός αγαπημένου αθρώπου, που εκέντησε στο μυαλό μου τα μπαρουτοβάρελα των μεταφυσικών αποριών και φόβων μου.
Όσο κι αν επάσκιζα να καταλαγιάσω τις φουρτούνες μέσα μου, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της λογικής και των κολλυβογραμμάτων που είχα μάθει ίσαμε τότε στο σκολειό, δεν εκατάφερνα πράμα.
Εθυμούμουνε τη γιαγιά μου, εσκεφτόμουνε τη γιαγιά μου, ετρέχανε τα μάθια μου, εβολόδερνα στο ξεδιάλυμα των κομποδεμένων εννοιών ”άλλος κόσμος”, ”παράδεισος”, ”πίσα”, μα σε κάθε βήμα που έκανα, σε τοίχο εκουτουλούσα και τοίχο αιστανόμουνε πως έμπωχνα.
Πώς μπορούσε το κοπελίστικο μυαλό μου να ξεδιαλύνει τα τόσα αξεδιάλυτα;
Κανά χρόνο μετά, καλοκαίρι με κλειστά τα σκολειά, ήμουνε στα Καλά Λιμάνια την νότιας Μεσσαράς, μαζί με τον παππού μου τον ”Ξωπατέρα”, τον Τσαγκαροβασίλη, τον κατά ταυτότητα Βασίλειο Κουτσάκη.
Εκάναμε διακοπές, ο Θεός να τις έκανε διακοπές, αφού ο παππούς μου συνέχεια εμίλιε για τη γιαγιά μου και όσο εμίλιε, τα δάκρυα του ανεβάζανε τη στάθμη του πελάγου.
Ο αδερφός του, ο Τσαγκαρομανόλης, είχε μια παράγκα στην άμμο, που τη λειτουργούσε σαν καφενεδάκι.
Πίσω από την παράγκα είχαμε δυό ράντζα κι εκεί ήτανε ολόκληρη η βολή μας.
Μια νύχτα, λίγο πριν σκεπαστούμε με την πατανία, εξάνοιγα τ’ αστέρια, τα μέτρουνα κι άκουγα τους αδιάκοπους αναστεναγμούς του παππού μου, ν’ ανακατεύονται με τους ψιθύρους των κυμάτων που εσκάγανε δίπλα στα ράντζα μας.
Ανακάθισα στο ράντζο, αποφασισμένος να ξεδιαλύνω τ’ αξεδιάλυτα που με τριβιλίζανε.
”Ε, παππού, υπάρχει ο άλλος κόσμος απού πάνε οι ποθαμένοι;”, ερώτηξα τον παππού μου τον ”Ξωπατέρα” δίχως περιστροφές.
Ξαφνιάστηκε με την ερώτηση μου.
Εκατέβασε τα πόδια του από το ράντζο, άναψε ένα από κείνα τα τσιγάρα του που η μυρωδιά του καπνού ίσαμε τις λαμπούκες εζάλιζε.
”Ίντα ‘πες καμάρι μου;” με ρώτηξε, μα εγώ εκάτεχα πως μια χαρά είχε ακούσει την ερώτηση μου.
”Λέω, παππού, η γιαγιά μου είναι εδά στον άλλο κόσμο; Πού είναι αυτός ο άλλος κόσμος;” του ‘καμα πλιά αναλυτική την ερώτηση.
Ετράβηξε τέθια ρουφιξά στο τσιγάρο, που είδα στο μισοσκόταδο την κάφτρα του ν’ αγγίζει τα δαχτύλια του.
Εβαριαναστέναξε δυο τρεις φορές, εσηκώθηκε από το κρεβάτι του και ήρθε κι έκατσε στην άκρα του δικού μου.
Μου χάιδεψε την κεφαλή με τη δεξά του χέρα, τη χιλιοροζιασμένη κι ύστερα εχτύπησε με την απαλάμη του τον μπέτη του, στη θέση της καρδιάς.
”Επαέ μέσα παιδί μου είναι ο άλλος κόσμος απού με ρωτάς. Επαέ μεσα είναι” μου ‘πε και εξαναχτύπησε τον μπέτη του.
Ανάθεμα με αν κατάλαβα ίντα απάντηση μου ‘δινε.
Έκαμα ακόμη μια προσπάθεια.
”Δηλαδή, εκειά μέσα είναι ο άλλος κόσμος απού ζούνε οι ποθαμένοι;” τον ρώτηξα.
”Όϊ παιδί μου, δεν ζούνε όλοι, παρά μόνο εκείνοι να απού τους ανοίγεις την πόρτα και τους κλείνεις μέσα. Εκείνοι να δεν ποθαίνουνε όσο είσαι αζωντανός” μου ‘πε.
Κάτι είχα ντακάρει να καταλαβαίνω, μα χρειαζόμουνε κι άλλες απαντήσεις.
”Κι αυτό που λένε παράδεισο και κείνο που λένε πίσα, ίντα ‘ναι;” επέμενα να σκαλίζω τ’ ξεδιάλυτα του μυαλού μου.
‘Αναψε κι άλλο τσιγάρο.
”Δεν κατέχω καμάρι μου, μα θαρρώ πως όσοι αποθαμένοι βρίσκουνε ανοιχτές τις πόρτες του άλλου κόσμου, μπαίνουνε στον παράδεισο κι εκεί ξακλουθούνε να ζούνε. Αυτός, θαρρώ, είναι ο παράδεισος απού λένε”, μου εξήγησε.
”Και η πίσα; Ίντα ‘ναι η πίσα;” ήτανε η τελευταία ερώτηση μου.
Έκαμε ώρα να μου απαντήσει. Εσώπαινε, εβαριαναστέναζε και εσκούπιζε τα μάθια του με την ξανάστροφη της χέρας του.
Η απάντηση του ήρθε μετά από πολλή σκέψη.
”Θαρρώ πως στην πίσα ζούνε οι ποθαμένοι, απού κιανείς άθρωπος δεν εβρέθηκε να τους βάλει στον άλλο κόσμο” ήτανε η τελευταία απάντηση του.
Περάσανε, σαν το νερό, χρόνοι και χρόνοι από κείνη τη νυχτιά στα Καλά Λιμάνια.
Μιλιούνια φορές εκλωθογύρισα στο νου μου εκείνη την κουβέντα μας με τον παππού μου τον ”Ξωπατέρα”, ψάχνοντας κάποιο πάτημα, για ν’ απορρίψω τις κουβέντες του.
Ίσαμε σήμερα, τέθιο πάτημα δεν έχω βρει.
Κι ας τα λένε διαφορετικά οι γραμματιζούμενοι και οι παπάδες.
Αφήνω σ’ αυτούς τον δικό τους ”άλλο κόσμο”.
Εγώ κρατώ, για τον απατό μου, τον ”άλλο κόσμο” του παππού μου του ”Ξωπατέρα”.
Κρατώ τον εδικό μου ”άλλο κόσμο”, για να ‘χουνε έναν ”παράδεισο” να φωλιάζουνε, και να συνεχίζουνε να ζούνε οι εδικοί μου αθρώποι, σαν ποθαίνουνε.
Υ.Γ. Σ΄αυτόν τον εδικό μου “άλλο κόσμο”, έβαλα και τον παππού μου σαν επόθανε, κι από τότε σας ξανά ‘ναι μαζί με τη γιαγιά μου και δεν ματάκλαψε.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς