ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΚΡΗ…γιὰ ἐμένα μόλις εἶχε τελειώσει ἕνας σταυρὸς 25 χρόνων
Μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἀποτυπώσω μέσα σὲ λίγες γραμμὲς αὐτὸ ποὺ ἔζησα καὶ ἔνιωσα δίπλα στὴν γιαγιά μας τὴν Γαλακτία τὶς λίγες φορὲς ποὺ τὴν εἶδα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω.
Ζῶ καὶ ἐργάζομαι στὴν Βόρεια Ἑλλάδα σὲ μία μικρὴ κωμόπολη τῶν Σερρῶν, τὸ Σιδηροκάστρο. Τὰ τελευταῖα χρόνια γιὰ ἐπαγγελματικοὺς κυρίως λόγους ἐπισκέπτομαι συχνά, 3-4 φορὲς τὸ ἔτος, τὴν Κρήτη. Εἶχα ἀκούσει γιὰ μία Ἁγία γερόντισσα στὴν Κρήτη ἀλλὰ γιὰ κάποιο λόγο, ἴσως δὲν εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα, δὲν εἶχα δώσει καὶ πολὺ σημασία. Tὸ 2018 στὰ πλαίσια μίας ἐπαγγελματικῆς ἐπίσκεψης σὲ γυναικεία μονὴ τῆς Κρήτης, γνώρισα ἕναν γέροντα (εἶναι ἀκόμη ἐν ζωῇ ὁπότε δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω τὸ ὄνομά του) ὁ ὁποῖος μόλις μὲ εἶδε, χωρὶς νὰ τοῦ ἀναφέρω κάτι, μοῦ εἶπε: μὴν στενοχωριέσαι ὅλα καλὰ θὰ πᾶνε καὶ θὰ θεραπευτεῖς καὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις. Προβληματίστηκα, ἐδῶ καὶ 25 χρόνια πάλευα μὲ ἕναν πονοκέφαλο, πολὺ ἔντονο τὰ πρῶτα χρόνια, λιγότερο ἔντονο τὰ ἑπόμενα χρόνια λόγῳ τῆς φαρμακευτικῆς ἀγωγῆς ποὺ ἀκολουθοῦσα σὲ καθημερινὴ βάση. Ἦταν κάτι τὸ ὁποῖο μὲ εἶχε ταλαιπωρήσει πολύ, κάτι ποὺ τὸ γνώριζαν πολὺ λίγοι ἄνθρωποι, τὸ εἶχα συνηθίσει ὅμως καὶ εἶχα ἀποφασίσει ὅτι θὰ τὸ ἔχω γιὰ πάντα.
Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ, τὸ καλοκαίρι τοῦ 2019, βρίσκομαι πάλι γιὰ δουλειὲς στὴν Κρήτη. Κάποιο ἀπόγευμα πίνοντας καφὲ στὸ κατάστημα τοῦ συντέκνου μου στὶς Μοῖρες, μοῦ ἔρχεται ἕνας λογισμὸς σχετικὰ μὲ τὴν γερόντισσα τῆς Κρήτης, νὰ ψάξω νὰ δῶ ποὺ βρίσκεται. Μπαίνω στὸ internet καὶ μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη βλέπω ὅτι ἡ γερόντισσα βρίσκεται στὴν Πόμπια, λίγα χιλιόμετρα πιὸ πέρα. Ἀμέσως παίρνω τηλέφωνο τὸν φίλο καὶ συμφοιτητή μου Παναγιώτη στὸ Ἡράκλειο καὶ κανονίζουμε νὰ ἔρθει γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴν γιαγιά.
Σὲ 1 ὥρα βρίσκεται στὶς Μοῖρες καὶ ξεκινᾶμε γιὰ τὴν Πόμπια. Τί νὰ πῶ…
Μπαίνουμε μέσα, μὲ βλέπει ἡ γιαγιὰ καὶ μοῦ λέει; λές, λές, λές…… Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι πράγματι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχα πολλὰ προβλήματα μὲ ἕναν συνεργάτη καὶ ἔπεφτα συνεχῶς στὴν κατάκριση. Ἦταν κάτι ποὺ μὲ στενοχωροῦσε πολὺ καὶ δὲν εἶχα προλάβει νὰ ἐξομολογηθῶ ἀκόμη. Οἱ κυρίες ποὺ τὴν προσέχουν γελοῦν καὶ τὴν ρωτοῦν, νὰ τὸν διώξουμε γιαγιά; Ὄχι ἀπαντάει αὐτὴ καὶ καθὼς σκύβουμε νὰ πάρουμε τὴν εὐχή της μὲ φιλάει στὸ κεφάλι καὶ μοῦ λέει: Ἀαα, ἐσένα ὁ πατέρας σου εἶναι πολὺ καλὸς καὶ σ’ ἀγαπάει καὶ ἡ πεθερά σου. Πράγματι ὁ πατέρας μου εἶναι πολὺ καλὸς καὶ μὲ τὴν πεθερά μου ἔχω ἄριστες σχέσεις. Γυρίζοντας στὸν Παναγιώτη τὸν φιλάει, τοῦ λέει κάτι προσωπικὸ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ἀναφέρω καὶ ξανακοιτώντας ἐμένα μοῦ λέει, ἐσὺ νὰ εἶσαι δίπλα του. Ἡ ἐμπειρία μοναδική. Θυμήθηκα τὰ χρόνια ποὺ ζοῦσε ὁ πρῶτος μου πνευματικὸς ὁ π. Εὐσέβιος Βίττης, ποὺ πήγαινες καὶ δὲν ἤθελες νὰ φύγεις. Ἔλεγες ἀπὸ μέσα σου ἄσε νὰ κάτσω σὲ μία γωνιά. Ἁπλὰ νὰ εἶμαι ἐκεῖ…..τὸ ἴδιο καὶ τώρα, τέτοια γαλήνη ἔνιωθα μέσα μου. Τὸ ἴδιο φαινόμενο βέβαια παρατήρησα καὶ στὴν Πόμπια, ἐρχόταν τρία ἄτομα παρέα ὁ ἕνας ἔλεγε τὸ πρόβλημά του καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἁπλὰ τὴν κοιτοῦσαν χωρὶς νὰ μιλοῦν, ἁπλὰ καθόταν.
Φεύγω ἐγὼ τώρα ἀπὸ ἐκεῖ. Μὲ βλέπει τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἡ γιαγιὰ καὶ μοῦ λέει γελώντας, μπὰ καλὸς τον πῶς καὶ ἀπὸ δῶ; Γελάω ἐγὼ καὶ σκύβω νὰ τὴν φιλήσω. Κρατοῦσε στὸ χέρι της μία χαρτοπετσέτα. Πιάνει τὸ κεφάλι μου νὰ μὲ φιλήσει, ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο κυρίες ποὺ τὴν διακονοῦσαν τῆς λέει νομίζοντας ὅτι θὰ μὲ σταυρώσει, γιαγιὰ ἄσε τὴν χαρτοπετσέτα, τὸν σταυρὸ πάρε. Ἡ γιαγιὰ ὅμως δὲν θέλει, πιάνει τὸ κεφάλι μου καὶ ἀρχίζει νὰ ψάχνει…ἐκείνη τὴν ὥρα μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ὁ γέροντας ἀλλὰ δὲν μίλησα καθόλου. Κάποια στιγμὴ ἡ χαρτοπετσέτα φτάνει στὸ μπροστινὸ σημεῖο ποὺ εἶχα τὸν πονοκέφαλο, σηκώνω τὰ μάτια, τὴν κοιτάω ἀμίλητος καὶ μοῦ λέει σιγανά…
ἀαα νάτο τὸ βρήκαμε….τρίβει λίγο μὲ τὴν χαρτοπετσέτα τὸ σημεῖο, νιώθω ἕνα κάψιμο καὶ μὲ κοιτάει πάλι καὶ μοῦ λέει φοὺπ ξεμπούκωσε…ἐγὼ ἄναυδος. Μὲ ξανακοιτάει καὶ μὲ ρωτάει, ἐντάξει; Ἐντάξει τῆς ἀπαντάω ἀμήχανος, χάρηκε καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ good, good….οἱ ὑπόλοιποι δὲν κατάλαβαν τίποτα ἀλλὰ γιὰ ἐμένα μόλις εἶχε τελειώσει ἕνας σταυρὸς 25 χρόνων.
Μὲ ξανακοιτάει στὰ μάτια, μοῦ δίνει τὴν χαρτοπετσέτα καὶ μοῦ λέει, μὴν τὴν πετάξεις. Χαζὸς εἶμαι σκέφτομαι ἐγὼ καὶ τῆς φιλάω τὸ χέρι. Ἀπὸ τότε τὴν ἔχω σὰν φυλαχτό, πάντα μαζί μου στὰ ταξίδια. Αὐτὸ ἦταν, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα πέταξα τὰ φάρμακα καὶ ἔκτοτε δὲν ὑπάρχει κανένα ἀπολύτως πρόβλημα.
Τὰ θαυμαστὰ ὅμως δὲν τελειώνουν ἐδῶ. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸ πρωὶ ἔχω προγραμματίσει ταξίδι στὴν Ἱεράπετρα, γιὰ ἐπαγγελματικοὺς ὡς συνήθως λόγους. Τὸ πρωὶ πρὶν φύγω ἀπὸ τὸν Κουσέ, ὅπου ἔμενα φιλοξενούμενος στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου, λέω δὲν περνάω νὰ πάρω τὴν εὐχὴ τῆς γιαγιᾶς. Ἤμουν ὁ μοναδικὸς ἐπισκέπτης ὁπότε οἱ κυρίες ποὺ διακονοῦσαν τὴν γιαγιὰ προσφέρθηκαν νὰ μοῦ κάνουν ἕνα καφέ. Πολὺ εὐγενικές, ἔνιωθες τὴν ἀγάπη ποὺ τῆς εἶχαν τῆς γιαγιᾶς. Κάθισα δίπλα της, ὅπως ἔκαναν ὅλοι ποὺ ἤθελαν νὰ πάρουν τὴν εὐχή της, μὲ ξανακοιτάει στὰ μάτια καὶ μὲ ρωτάει, τί ἔχεις; Τίποτα τῆς ἀπαντάω ἐγώ.
Ψέματα. Τὸν τελευταῖο χρόνο κυρίως ἀπὸ δική μου ὑπαιτιότητα, εἶχε δημιουργηθεῖ μία ψυχρότητα μεταξὺ ἐμένα καὶ τῆς συζύγου μου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ταλαιπωροῦμαι ἀπὸ λογισμοὺς καὶ νὰ μὴν ξέρω τί νὰ κάνω. Ἡ συμβουλὴ τοῦ πνευματικοῦ, θὰ δείξει ὁ Θεός, μὴν φοβᾶσαι.
Μὲ ξανακοιτάει στὰ μάτια, τὸ λέω καὶ ἀνατριχιάζω καὶ μοῦ λέει: ἐσὺ σκέφτεσαι αὐτὸ καὶ αὐτὸ, δὲν εἶναι ἔτσι σ’ ἀγαπάει ἡ γυναίκα σου. Χάθηκα….ἔκλαψα, συγκινήθηκα, πῆρα δύναμη, θάρρος τὴν φίλησα καὶ ἔφυγα. Τὸν καφὲ δὲν θυμᾶμαι ἂν τὸν ἤπια. Πρὶν φύγω ὅμως τὴν φίλησα καὶ τὴν παρακάλεσα, νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ τὰ κορίτσια μου. Κάμω τους μοῦ ἀπάντησε.
Νομίζω ὅμως ὅτι τὸ μεγαλύτερο δῶρο πού μοῦ ἔκανε ἡ γιαγιά μας δὲν ἦταν οὔτε ἡ θεραπεία τῆς ἀσθένειας, οὔτε ἡ διόρθωση τῶν λογισμῶν μου, τὸ μεγαλύτερο δῶρο ἦταν τὸ ὅτι συνειδητοποίησα τὸ πόσο ἁπλὰ εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ τὰ πράγματα, ὅτι δὲν κάνει νὰ φοβόμαστε ἢ νὰ στεναχωριόμαστε γιὰ τίποτα. Αὐτὴ τὴν σιγουριὰ νιώθω ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν γνώρισα, ἄσε ποὺ τὴν αἰσθάνομαι συνεχῶς δίπλα μου νὰ μὲ προσέχει.
Τί θέλεις μὲ ρώτησε τὴν προτελευταία φορὰ ποὺ τὴν εἶδα λίγο πρὶν φύγω, τὴν ὥρα ποὺ ἔπαιρνα τὴν εὐχή της. Τίποτα λέω πάλι ψέματα ἐγώ. Μὲ ξαναρωτάει, τί θέλεις; Τίποτα ξαναπαντάω πάλι ψέματα ἐγώ. Τρίτη καὶ τελευταία φορὰ μὲ ρωτάει..τί θέλεις; Σκύβω τὴν φιλάω στὸ κεφάλι καὶ τῆς λέω, νὰ κάνεις προσευχὴ νὰ μοῦ δίνει φώτιση ὁ Θεὸς γιατί ἔχω σημαντικὲς ἀποφάσεις νὰ πάρω. Γυρνάει καὶ κοιτώντας τὴν μία ἀπὸ τὶς δύο κυρίες ποὺ τὴν διακονοῦσαν τὴν ρωτάει, τί εἶπε, τί εἶπε. Εἶπε νὰ κάνεις προσευχὴ γιατί ἔχει δουλειὲς τῆς ἀπαντάει πολὺ χαριτωμένα ἐκείνη. Γυρίζει, μοῦ δείχνει τὸν οὐρανὸ καὶ μοῦ λέει: Εὐαγγελισμός…..ἀνεβαίνουν, κατεβαίνουν, μὴν στενοχωριέσαι μὲ φίλησε καὶ ἔφυγα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ λοιπόν. (Ἀναφερόταν σὲ λεπτὴ ἀποστολὴ ποὺ εἶχα ἀναλάβει ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ γράψω περισσότερα γιὰ τὸ θέμα αὐτό)…
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ “σ’ ἐμένα ἔβαλε ἀνεξίτηλη ζωηρὴ θεϊκὴ σφραγίδα”
Στὰ ὅσα ὁ ἀγαπητός μου φίλος καὶ συμφοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Βαγγέλης Μακρῆς κατέθεσε παραπάνω, θέλω χρεωστικῶς νὰ προσθέσω τὴν δική μου μαρτυρία. Γιὰ τὴν Ἁγία ὄντως Γερόντισσα ἄκουσα ἀπὸ τὸν πνευματικό μου π. Εὐμένιο ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀρετίου Λασιθίου. Μὲ προέτρεψε ἀφοῦ κατεβαίνω γιὰ ἐπαγγελματικοὺς λόγους στὴ Μεσσαρὰ νὰ πάω νὰ πάρω τὴν εὐχὴ της ὅσο ἀκόμη εὑρίσκεται στὴ ζωή. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Βαγγέλης τὴν γνώρισε καὶ κόλλησε κυριολεκτικὰ μαζί της, μὲ παρότρυνε ἔντονα νὰ πᾶμε μαζί. Ὅταν πῆγα μαζί του πρώτη φορὰ καὶ τὴν ἀντίκρυσα στὸ κρεβάτι, λυπήθηκα ποὺ θὰ ταλαιπωρούσαμε μία τόσο ἡλικιωμένη καὶ ἀνήμπορη γυναίκα, ἔλαμπε, εἶχε διεισδυτικὰ μάτια, σὲ καθήλωνε καὶ σοῦ προκαλοῦσε δέος ἀλλὰ δὲν περίμενα νὰ ἀκούσω τίποτα ἀπὸ αὐτή.
Ὅταν μᾶς σταύρωσε καὶ ἄρχισε τὶς ἀποκαλύψεις καὶ εἶπε στὸ Βαγγέλη νὰ μὲ προσέχει… τότε ἔπαθα τὸ πρῶτο ἰσχυρὸ σόκ! Ἀκολούθησαν κι ἄλλα… Πάντα μὲ παρότρυνε ὁ Βαγγέλης νὰ πηγαίνω νὰ τὴν βλέπω, ἀλλὰ δίσταζα λόγω τῆς ἀνημποριᾶς της ἐνῶ γνώρισα ἐμπειρικὰ τὴν ἀξία της. Κάποτε πῆγα διστακτικὰ ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τοῦ Βαγγέλη μόνο γιὰ νὰ φιλήσω τὸ χεράκι της. Δὲν ἤθελα νὰ κουράσω. Εἶχε προηγηθεῖ μία ἔντονη συζήτηση μὲ τὴν πρώην σύζυγό μου, ποὺ ἀναφορικὰ μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς ἐπιχείρησής μου καὶ τὴν ἐπίμονη ἄρνηση τοῦ μεγάλου μας παιδιοῦ νὰ τὴν δεῖ, μοῦ ἀπάντησε ἐκείνη: «δὲν μποροῦσα νὰ κάνω κάτι ἄλλο γιὰ νὰ σὲ δῶ στὸ δρόμο»! Πικράθηκα πολὺ ἀλλὰ τὸ ξέχασα. Δὲν ἦταν καὶ τὸ πρῶτο πού μοῦ ἔλεγε.
Ὅταν βρέθηκα μετὰ ἀπὸ δεκαήμερο περίπου κοντὰ στὴν Ἁγία Γερόντισσα, κάθισα διακριτικὰ στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ της.
Ἐκείνη αὐθόρμητα πετάχτηκε σχεδὸν ὄρθια, μὲ χτύπησε μὲ τὴν παλάμη στὸ στῆθος καὶ μοῦ εἶπε: «ὥστε δὲν εἶχε τί ἄλλο νὰ κάνει γιὰ νὰ σὲ δεῖ στὸ δρόμο»! Καὶ ἐπανέλαβε ἄλλη μία φορὰ τὴν ἴδια φράση. Φανταστεῖτε τί ἔπαθα! Ὄχι σὸκ ἀλλὰ οὐράνια κένωση μυστηριώδους ἐνέργειας! Ἔπειτα μοῦ εἶπε ἀποφασιστικὰ καὶ μὲ ὁρμή: «θὲς παιδί μου λεφτά; Λέγε, θὲς λεφτά;».
Κατάλαβα ὅτι ἤθελε νὰ μοῦ ἐξασφαλίσει μὲ μεσολάβησή της στὸ Θεό, τὸ μάζεμά μου τὸ ἐπαγγελματικὸ καὶ γενικὰ τὴν ἀποκατάστασή μου. Συγκινημένος τῆς ἀπάντησα: «ὄχι Γερόντισσα! Θέλω μόνο τὴν εὐχή σου! Τίποτα ἄλλο…». Ἔκτοτε ἡ ζωή μου μπῆκε σὲ ἄλλο κανάλι… Ἔχω δεῖ πολλὰ ὄνειρα στὴ ζωή μου. Ἔχω ζήσει πολλὲς καταστάσεις. Δὲν μποροῦσα ποτὲ νὰ ὀνειρευτῶ, νὰ φανταστῶ, νὰ προβλέψω ὅτι θὰ εἶχα ἄμεση γεύση καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσω μίας ἑκατοχρονίτισσας σχεδὸν γιαγιᾶς! Ἦταν ἡ ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς μου. Δὲν περιγράφονται μὲ λόγια, βιώματα ἱερὰ καὶ ἐσωτερικὲς ἀλλοιώσεις…
Μετὰ τὴν κοίμησή της, ἦρθε ἡ καρκινοπάθεια στενοῦ μου οἰκογενειακοῦ προσώπου. Γνωρίζοντας τὴν δύναμη τῆς Γερόντισσας, προέτρεψα τὴν οἰκογένειά του νὰ κατεβαίνουν στὸν τάφο της. Κατέβηκαν ἀρκετὲς φορές. Ἔκλαψαν, παρεκάλεσαν… Ἕνα βράδυ ἡ σύζυγός του εἶδε ὁλοζώντανα τὴν Γερόντισσα. Ἔτσι ὅπως συνήθως ἐμφανίζεται. Μὲ τὸ τσεμπέρι, τὸ σχῆμα καὶ τὸ γλυκὸ χαμόγελο. Τῆς εἶπε: «μὴν ἀνησυχεῖς. Ὁ σύζυγός σου θὰ πάει καλά. Ἐδῶ ποὺ εἶμαι συνήγειρα ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ ἱκετεύσαμε τὸν Κύριό μας! Ἕνας μόνο εἶναι πικραμένος μαζί του ἀλλὰ θὰ τὸν φέρω κι αὐτὸν βόλτα! Ἐσὺ νὰ φέρνεις ἀλεύρι κι ἐγὼ θὰ ζυμώνω τὰ ψωμιά…». Εἶχε ἀναφέρει στὶς μοναχές τῆς Καλυβιανῆς ἡ συγκεκριμένη γιὰ προμήθεια ἀπὸ πλευρᾶς τῆς ποσότητας ἀλεύρου γιὰ τὰ πρόσφορα τῆς Μονῆς. Ὑπῆρξε δισταγμὸς ἀπὸ τὶς μοναχὲς ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦν συγκεκριμένη ποιότητα. Ἡ Γερόντισσα ὅμως τῆς εἶπε νὰ τὸ φέρει. Ἐννοοῦσε προφανῶς καὶ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ ἦταν ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς της! Παρότρυνε στὴν ἐλεημοσύνη… νὰ δίνεις, δίδαξε, ὅπως δίδασκε πάντα καθὼς πληροφορούμαστε. Μεγάλη Ἁγία! Σὲ ἔφερνε ἄμεσα μπροστὰ στὸ Θεό! Ἄλλαξε ριζικὰ καὶ μεταμόρφωσε πολλούς. Σίγουρα σ’ ἐμένα ἔβαλε ἀνεξίτηλη ζωηρὴ θεϊκὴ σφραγίδα.
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή της.
Πηγή: orthodoxia.gr