του Ζαχαρία Τσουπάκη
Στο μικρό οικισμό Σάτα της επαρχίας Αμαρίου, στα σύνορα με το Νομό Ηρακλείου, διατηρούσαν περιουσίες οι Βοσκάκηδες και οι Παραδεισανοί από το Βυζάρι.
Εκεί πάντα έβρισκαν ασφάλεια οι Βρετανοί απεσταλμένοι του συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
Εκεί από αρχής κατοχής του 1941 παρουσιάστηκαν Άγγλοι κατάσκοποι, ο Τομ και ο Νίκος Σουρής και άλλοι που οργάνωσαν την Αγγλική κατασκοπία στο Νομό Ηρακλείου, τη Μεσσαρά και την επαρχία Αμαρίου.
Συνεργάστηκαν αμέσως με τους Γιώργη Μ. Βοσκάκη, Δημόκριτο Μ. Βοσκάκη, Ηλία Βοσκάκη και τους Παραδεισανούς από το Βυζάρι, που και αυτοί διατηρούσαν περιουσίες στη Σάτα.
Ο Κριτός ήταν πολύ έμπιστος στην κατασκοπία που τον είχαν αγγελιοφόρο από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία!
Δυστυχώς προδόθηκε από κάποιον που ήταν χωροφύλακας στο Ηράκλειο!
Ο Δεβελένκας Κώστας, ερχόμενος από τα Σφακιά τα χαράματα της 6ης Δεκεμβρίου το 1942, εορτή του Αγ. Νικολάου, είχαν κυκλώσει τη Σάτα Γερμανοί από το Τυμπάκι.
Χωρίς να πάρει χαμπάρι, μπαίνουν στο σπίτι και τον πιάνουν χωρίς να μπορέσει να τους φύγει.
Τον πιάσανε τον πήγανε στις φυλακές της Αγιάς.
Στρούσια που δε λέγονται.
Αυτά διηγούνταν αυτοί που ήσαν μαζί στη φυλακή.
Πριν πιαστεί το 1942 είχαν από τον ασύρματο του Περιστερέ ένα σήμα που έπρεπε σε τρείς ώρες να πάει στα Ανώγεια.
Ήτανε μαζεμένοι στο μιτάτο του Λαντζουραλέξη Άγγλοι αντάρτες.
Μια στιγμή φτάνει ο Δημόκριτος, τους βλέπει ανάστατους και του λέει: «Τι συμβαίνει βρε παιδιά;»
Κριτέ αυτό το σήμα πρέπει να πάει στα Ανώγεια σε τρεις ώρες.
Τότε αρπά το γράμμα και εξαφανίστηκε σαν αετός.
Επήγε στα Ανώγεια σε δυόμιση ώρες!
Τότε οι άγγλοι τον ονόμασα ΑΕΤΟ.
Από το μιτάτο του Λαντζουραλέξη να πάει στα Ανώγεια ένας νέος σαλευτής, θα κάμει το λιγότερο εννιά ώρες.
Αυτό το γράμμα έστειλε στη μάνα του:
«Μάνα βρίσκεσαι μακριά και πώς να σου μιλήσω
να ‘φτάνε το χεράκι μου να σ’ αποχαιρετήσω.
Να έπαιρνα με την ευχή κι ένα φιλί στο στόμα
να το βαστώ συμβόλαιο στο μαυρισμένο χώμα.
Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου πως βρίσκομαι μακριά σου
για δε θα ξανασμίξομε μόνο στα όνειρα σου.
Μια χάρη μάνα σου ζητώ κι αν θέλεις την εκάμε,
το γάλα που μου τάισες χαλάλι μου το κάμε.
Άλλοι ζητούν απ’ τους γονείς αμπέλια και περβόλια
κι εγώ ζητάω μίαν ευχή απ τους γονείς μου τώρα.
Όλοι που με γνωρίζετε, φίλοι που μ αγαπάτε
πως θα με τουφεκίσουνε δε θέλω να λυπάστε.
Μόνο γλεντάτε το ντουνιά τη σφαίρα την αθλία
και πλούτη μη γυρεύετε σ’ αυτή τη κοινωνία.
Μέσα έχω πόνο και πονώ μα κάτι με γιατρεύει,
πως τ ‘όνομά μου αθάνατο σ’ αυτό τον κόσμο μένει.
Έχω το μέτωπο ψηλά, το χάρο δε φοβούμαι,
έκαμα το καθήκον μου και δε στεναχωρούμαι.
Αδέρφια και ξαδέρφια μου, ανίψια και γνωστοί μου
ε τώρα ξεκουράζεται για πάντα το κορμί μου.
Αυτό να το διαβάσουνε μονάχα οι πραγματικοί φίλοι…
Με ασπασμό από τον τάφο ο φίλος και συγγενής σας,
Δημόκριτος. Αγιά Χανίων
Γιάε καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει».
Εκτελέσθη στις 13 Απριλίου 1943. Τελευταίο γράμμα.
Πηγή: rethemnosnews.gr
Φωτογραφία: Ελένη Σημαντήρη photo source: The Fortress of Crete 1941-1944 by George Harokopos