Συγγραφέας, έμπορος και αθλητικός παράγων, που υπηρέτησε με επιτυχία, τόσο τον Κερδώο, όσο και τον Λόγιο Ερμή.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από τη Βέροια και ονομαζόταν Εμμανουήλ Μπικέλας ή Μπεκέλας, μέχρις ότου μετέτρεψε το επίθετό του σε Βικέλας. Η μητέρα του Σµαράγδα ανήκε στη μεγάλη ηπειρώτικη οικογένεια των Μελάδων, με δράση στο εμπόριο και τα γράμματα. Θείος του ήταν ο συγγραφέας Λέων Μελάς, ο οποίος με το μυθιστόρημά του Ο Γεροστάθης γαλούχησε γενεές ελληνοπαίδων.
Λόγω των συχνών μετακινήσεων του πατέρα του, αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα. Στα γράμματα εμφανίσθηκε το 1851, όταν σε ηλικία 16 ετών μετάφρασε από τα γαλλικά το θεατρικό έργο του Ρακίνα Εσθήρ.
Σε ηλικία 17 ετών ο Βικέλας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην αρχή ως λογιστής στην εμπορική επιχείρηση των θείων του Αφοί Μελά και στη συνέχεια ως συνεταίρος. Από τους εμπορικούς κύκλους του Λονδίνου εκτιμήθηκε η εργατικότητα, η μεθοδικότητα, η εντιμότητα και η ευρύτητα του πνεύματός του. Ανέπτυξε φιλία με τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον γιο του Χαρίλαο, μετέπειτα πρωθυπουργό, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη και τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.
Τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες, ο νεαρός Βικέλας παρακολουθούσε μαθήματα Βοτανικής και Αρχιτεκτονικής στο University College, ενώ εξασκούσε το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες. Παράλληλα, έγραφε διηγήματα, ποιήματα και μετέφραζε στα ελληνικά τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και τις τραγωδίες του Σαίξπηρ.
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ο Δημήτριος Βικέλας, έχοντας κάνει μια σεβαστή περιουσία, σε ηλικία 41 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις και στραφεί αποκλειστικά προς τα γράμματα και την κοινωνική δράση. Το 1877, εξαιτίας της ασθενείας της συζύγου του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε ένα ευρύ κύκλο γνωριμιών.
Το καλοκαίρι του 1894 διεξήχθη στη γαλλική πρωτεύουσα το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο και ο Δημήτριος Βικέλας παρακολουθεί τις εργασίες του, ως αντιπρόσωπος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Στις 23 Ιουνίου, ημέρα λήξης των εργασιών του Συνεδρίου, αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, µε την τέλεση της πρώτης διοργάνωσης το 1896 στην Αθήνα. Η συμβολή του Δημητρίου Βικέλα υπήρξε καθοριστική, ενεργώντας αυτοβούλως και χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση του Πανελληνίου για να χειριστεί ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Η αρχική σκέψη του Βαρώνου Ντε Κουμπερτέν ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, αλλά ο εμπνευσμένος λόγος του Βικέλα ανέτρεψε την κατάσταση. «…Στην Αθήνα, ασφαλώς δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε μεγαλοπρεπείς γιορτές, αλλά τις πολλές ελλείψεις μας θα αναπληρώσει η εγκαρδιότητα της υποδοχής μας. Δεν θα προσφέρουμε στους επισκέπτες μας διασκεδάσεις άξιες προς την περίσταση, αλλά έχουμε να δείξουμε τα µνηµεία και τα ερείπια της αρχαιότητος και να τους οδηγήσουμε στους τόπους όπου τελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους αγώνες τους…» είπε, σε μια αποστροφή της ομιλίας του και συνεπήρε τους συνέδρους, οι οποίοι ψήφισαν ομόφωνα την Αθήνα.
Η τολμηρή πρωτοβουλία του Βικέλα προκάλεσε ενθουσιασμό στην κοινή γνώμη και τον τύπο στην Ελλάδα και ήταν η αιτία που συνέβαλε στην απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων τότε, αλλά και στην παγίωση του θεσμού τα επόμενα χρόνια. Ο Δημήτριος Βικέλας εξελέγη το 1894 πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1896, οπότε τον διαδέχθηκε ο βαρώνος Ντε Κουμπερτέν. Πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, όπου πέθανε στις 7 Ιουλίου 1908, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Ο Δημήτριος Βικέλας θεωρείται, μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό, ο εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο Λουκής Λάρας είναι το πιο γνωστό του έργο, με ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Πεζογράφημα με ρεαλιστικό και κοινωνικό περιεχόμενο, γράφτηκε το 1879 και αναφέρεται στις επιπτώσεις τις επανάστασης του 1821 στους απλούς ανθρώπους. Άλλα σημαντικά διηγήματά του είναι Ο Παπα-Νάρκισσος, Ο Λυσσασμένος, Η άσχημη αδελφή, Φίλιππος Μάρθας και Γιατί έγινα Δικηγόρος.
Ο Δημήτριος Βικέλας ανέπτυξε σημαντικό κοινωφελές έργο. Ίδρυσε τον Οίκο Τυφλών, τη Σεβαστοπούλειο Σχολή και το 1899 τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων για την έκδοση βιβλίων σε φθηνή τιμή.
Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης, τη γνωστή και σήμερα Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Εργογραφία
«Άπαντα» (εκδ. Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων)
«Διηγήματα» (εκδ. Εστία)
«Λουκής Λάρας» (εκδ. Εστία)
«Η ζωή μου» (εκδ. Εκάτη)
«Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν» (εκδ. Εκάτη)
ΠΗΓΗ: sansimera.gr