“Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δεν θα ήταν όμως οι κοινωνίες.
Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δεν θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δεν θα άκουγε όμως ούτε θα ‘βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.
Γιατί; Απλά γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δασκάλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας Και στο τέλος τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψυχή μας, ώστε από τη στέρηση μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας.
Τα ζώα και τα φυτά δε γελούν ούτε δακρύζουν.
Γιατί τους λείπει ο δάσκαλος.
Έτσι δεν έμαθαν ποτές ότι στον ενόργανο κόσμο πέρα από τη σφαίρα του βιολογικού ανοίγεται ο φωτεινός ορίζοντας του πνεύματος. Ο θυμός, δηλαδή, οι επιθυμίες, τα πάθη, η φαντασία ο λόγος.
Ο δάσκαλος είναι ο φυτουργός και ο σπορέας του λόγου. Εκείνου του λόγου που το τέταρτο Ευαγγέλιο τον αναφέρει στο Θεό.
Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό. Και το καράβι, το GLORIA MUNDI ή το ANCA, αν δεν το ταξιδέψει ο καπετάνιος του.
Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.
Μ΄ ένα λόγο ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου.
Με την κυριότητα που ποιητής του κόσμου είναι ο Θεός.
Χωρίς το δάσκαλο το πνεύμα που πνέει θα παρεπόμενε άψυχος άνεμος. Γαρμπής, δηλαδή, πουνέντες σοροκάδα κα παγωμένος Σκίρωνας.
Και θα φυσούσε μάταια στις άκριες των βουνών, στις φυλλωσιές, στα συστήματα των υδάτων.”.