Τη μέρα του θανάτου της
έφτασα βράδυ στο χωριό
κατευθείαν από το αεροδρόμιο.
Είχα κάνει χρόνια προπόνηση
για να αντέξω τούτη τη μέρα.
Μπήκα στο σπίτι. Οι γυναίκες
του χωριού, την ξενυχτούσανε,
μαυροφορεμένες
γύρω από το φέρετρο.
Οι άντρες στο παρακούζινο,
και στη μέση ο πατέρας μου
έκλαιγε γοερά.
Μόλις με είδε να μπαίνω
μου φώναξε με κλάματα:
”Επόθανε η μάνα σου, Δημητρό,
παιδί μου!…”
με τη βεβαιότητα
ότι θα συμμεριστώ τον θρήνο του.
Οι χωριανοί,
που ήξεραν την ιστορία
του πολύπαθου ζευγαριού
και την παθολογική αδυναμία
της μάνας μου σ’ εμένα,
συγκινήθηκαν από την τραγική
ανακοίνωση του πατέρα μου.
Εγώ κράτησα
τη συγκρουσιακή παράδοση και,
προς έκπληξη των παρευρισκομένων,
γύρισα και του απάντησα αυστηρά:
”Καλά το ‘καμε. Αν δεν επόθενε αυτή,
ήθελα τη σκοτώσω ‘γω.”
Αυτός με κοίταξε κεραυνοβολημένος.
”Ζωή κατάκοιτη, δεν είναι ζωή”,
του εξήγησα το ίδιο στομφώδικα.
Εκείνος χαμήλωσε τα μάτια
και ψέλλισε ένα από εκείνα
τα δυσβάσταχτα αγκωνάρια,
τα σμιλεμένα από τον καιρό:
”Και με τα τόσα βάσανα,
πάλι η ζωή γλυκιά ‘ναι.”
Την επομένη, ο ουρανός έδινε
κι αυτός τα δικά του μηνύματα,
και ο βοριάς μαστίγωνε τα κορμιά
που συμμετείχαν στο ξόδι.
Εγώ ήμουνα με αυτούς
που βαστούσαν το φέρετρο.
Πιο πίσω,
ο πατέρας, υποβασταζόμενος,
μοιρολογούσε ακαταπαύστως.
Ένα εξαιρετικά κωμικό ακρόαμα,
αφού η τέχνη της μοιρολογίστρας,
όπως όλες οι τέχνες,
θέλει καθημερινή άσκηση
με πραγματικά ή φανταστικά πυρά.
Πιο πίσω
ακολουθούσε μια πραγματικά
πολύ έξυπνη γυναίκα – βράχος,
η Ψαραντώναινα,
που, ακούγοντας
το μοιρολόι του πατέρα μου,
γυρίζει στον Ψαραντώνη
και του κάνει:
”Άμα ποθάνω,
θα με μοιρολογάσαι θέλει και συ;”
Ο απίθανος Ψαραντώνης,
ετοιμόλογος όπως πάντα,
έδωσε αμέσως το δικό του,
διπλό μήνυμα:
”Μωρέ πόθανε συ και ξάμου* μένα.”
Οι διπλανοί ξέσπασαν σε γέλια.
Η μάνα μου,
μου παράγγελνε μια ζωή
να κλάψω με ”μαύρο δάκρυ”
στην κηδεία της,
να δούνε οι αθρώποι
ότι αναγνώρισα της θυσίες της
για χάρη μου.
Εμένα δεν έσταξε
ούτε μία στιγμή το μάτι μου,
δίνοντας κι εγώ με τη σειρά μου
το δικό μου ηχηρό, διπλό μήνυμα
σε έναν αποδέκτη
που δεν ήξερα αν με ακούει…
Από τότε,
έρχεται συχνά στον ύπνο μου
κι εγώ την αγκαλιάζω,
ζητώντας της να μη φύγει,
και κλαίω σαν εγκαταλειμμένο παιδί,
αφού στα όνειρά μου
δε με βλέπει κανείς για να με κρίνει.
Κάποιες φορές, όταν είναι να
ξεκινήσω μια δύσκολη αποστολή,
έρχεται στον ξύπνιο μου
να μου δώσει την ευκή της,
όπως έκανε πάντα
πριν από κάθε μου τόλμημα.
Άλλοτε πάλι, στραπατσαρισμένος
και αποκαμωμένος
από τις κακουχίες της εκστρατείας,
ποθώ τη στιγμή που θα διαβώ
το σύνορο, για να βρεθώ κοντά της,
στον καινούργιο κόσμο που διάλεξε,
που πρέπει
να της φάνηκε απίστευτα όμορφος
για να αρνηθεί εμένα.
Δημήτρης Αποστολάκης
………………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
*Ξάμου μένα:
Παίρνω την ευθύνη,
είναι δικό μου θέμα, άστο πάνω μου.
Πηγή: Πρόσωπα