Του Γιώργου Α. Καλογεράκη*
Ο Έφεδρος Υπολοχαγός Πεζικού Νικόδημος Κριτσωτάκης από το χωριό Κράσι Πεδιάδος, ήταν ένας από τους είκοσι πέντε αξιωματικούς που μετείχαν στη δίκη στο γερμανικό στρατοδικείο της Αγυιάς Χανίων τον Οκτώβριο του 1943. Μετά την απελευθέρωση έγραψε το βιβλίο «Σημαδιακά χρόνια». Στις σελίδες 106 ως 118, περιγράφει τη δίκη των αξιωματικών του νομού Ηρακλείου στην Αγυιά, όπως την έζησε εκείνος.
Από τον Νικόδημο Κριτσωτάκη μαθαίνουμε τις ημερομηνίες μεταφοράς των αξιωματικών στα Χανιά στις φυλακές της Αγυιάς, (από το Ηράκλειο αναχώρησαν στις 23 Οκτωβρίου 1943), και την ημερομηνία της δίκης, (25 Οκτωβρίου). Η δίκη έγινε στον χώρο των φυλακών και κράτησε μέχρι αργά το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Οι επικεφαλής των συμμαχικών αποστολών στην Κρήτη, όπως και πολλοί Έλληνες αξιωματικοί των Χανίων, προσπάθησαν να παρέμβουν στη δίκη χρηματίζοντας τους δικαστές. Διερμηνέας στο δικαστήριο ήταν ένας νεαρός από μητέρα Έλληνας, (με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη), και όπως φαίνεται από τη διήγηση του Κριτσωτάκη, μάλλον προσπάθησε να τους βοηθήσει.
Τελικά οι καταδίκες των πέντε αξιωματικών, (Γιακουμάκη, Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Πατεργιανάκη και Μπέρκη), στηρίχτηκαν στα σημειώματα που κουβαλούσαν πάνω τους δύο σύνδεσμοι από τις Αρχάνες, ο Χαράλαμπος Λυδάκης και ο Μανόλης Παχάκης. Οι σύνδεσμοι έπεσαν σε γερμανική περίπολο και όταν πιάστηκαν δεν πρόλαβαν να τα καταστρέψουν. Τα σημειώματα έστελνε ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με τους συνδέσμους στον Αντώνη Μπετεινάκη στις Αρχάνες.
Τα ονόματα που αναγράφονταν στα σημειώματα, (όπως καταθέτει και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του), έστειλαν στο απόσπασμα τους πέντε αξιωματικούς. Στα σημειώματα ήταν γραμμένα τα ονόματα των Ζωγραφάκη, Μπέρκη και Πατεργιανάκη. Έτσι οι Γερμανοί καταδίκασαν τους Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, τον Μπετεινάκη που θα παραλάμβανε τα μηνύματα του Μπαντουβά και τον Γιακουμάκη τον οποίο θεωρούσαν σημαντικό στέλεχος της Ε.Ο.Κ. Ηρακλείου. Οι άλλοι αξιωματικοί και οι πολίτες αθωώθηκαν.
Γράφει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του ο Νικόδημος Κριτσωτάκης για τη δίκη στο στρατοδικείο Χανίων στις φυλακές της Αγυιάς:
´…χωρίς να μας κοινοποιήσουν κανένα χαρτί ότι ορίσθη η δίκη μας στα Χανιά, ένα πρωινό της 23 ή 24 Οκτώβρη 1943 μας φορτώνουν σ’ένα καμιόνι με λαμαρινένια καρότσα και αφού μας πέρασαν και από τις επανορθωτικές φυλακές για να τσουβαλιάσουν τους εκεί κρατούμενους συγκατηγορουμένους μας, ξεκινήσαμε ολοταχώς για την Αγυιά. Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτήριζα αυτό το ταξίδι των 200 περίπου χιλιομέτρων σαν ταξίδι “σκλάβων του Μεσαίωνα που μεταφέρονται στα κάτεργα για σωφρονισμό”. Όπως είμεθα χωρίς κάθισμα, αλλά σαν ζώα ριγμένοι πάνω στη λαμαρίνα στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο σαν γεμισμένα τσουβάλια, ταλαντευόμεθα στις στροφές και τις λακκούβες του δρόμου χωρίς ανάπαυλα.
“Η νέα τάξη πραγμάτων” έτσι προγραμμάτιζε την κυριαρχία της στους “υπανάπτυκτους ραγιάδες που δεν διέφεραν από τα κτήνη”, που κινούνται κατά το κέφι του αφέντη, άβουλα, υπάκουα σκυλιά. Δεν κάναμε κανένα σταθμό, για ευνόητους λόγους. Το ταξίδι μας διήρκεσε όλη σχεδόν την ημέρα. Όταν φθάσαμε στον τόπο του προορισμού μας, είμεθα κυριολεκτικά πτώματα για θάψιμο!
Ζαλισμένοι, πεινασμένοι, σκονισμένοι, κατεβήκαμε από την καρότσα με δυσκολία. Μοιάζαμε σαν φαντάσματα βγαλμένα από κάποιο νεκροταφείο με το κεφάλι μας κάτασπρο από τις σκόνες και τα μούτρα μας ταρατσωμένα από σκόνη και ιδρώτα. Δίναμε την εντύπωση αιχμαλώτων που τους φέρνουν στα μετόπισθεν από την πρώτη γραμμή. Ακολουθήσαμε τους συνοδούς μας στρατονόμους, για τη μεταφορά μας στα κελιά των καταδίκων στις Αγροτικές φυλακές Αγυιάς σαν πρόβατα που μας πάνε στο μαντρί.
Αλλά ενώ τα κελιά αυτά ήταν προορισμένα για ένα άτομο, μας έβαλαν ανά τέσσερις. Το βράδυ εκείνο δε μας έδωσαν φαγητό. Μόνο το πρωί μας έδωσαν από ένα κύπελλο μαλοτήρα, (αρωματικό φυτό που φύεται στον Ψηλορείτη) χωρίς ζάχαρη. Το μεσημέρι μας έφεραν φασολάδα χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί…
…πριν να φύγομε από το Ηράκλειο για την Αγυιά, που ψιθυριζόταν ότι στα τέλη του Οκτώβρη θα γινόταν η δίκη, μας είχαν ειπεί ότι συνήγορός μας, θα ήταν ο Παπαδόπετρος, δικηγόρος προερχόμενος από το Λαϊκό Κόμμα…
…στο μεταξύ είχαν κινητοποιηθεί από το Ηράκλειο όλοι οι συγγενείς των κατηγορουμένων και έφτασαν στα Χανιά 2-3 μέρες πριν από τη δίκη, που είχε ορισθεί στις 25–10–43. Στα Χανιά επεστράτευσαν οι συγγενείς πολλούς Κρήτες πρώην αξιωματικούς που φαίνεται με τη βοήθεια των Εγγλέζων πρακτόρων στην Κρήτη ήλθαν σε επαφή, ακόμη και με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου, που ήταν ένας Βάλτερ τακτικός πολιτικός δικαστής στη Γερμανία με το βαθμό λοχαγού…
…φαίνεται ότι η Γερμανική Στρατιωτική Δικονομία απηγόρευε την παράσταση στη δίκη μας Έλληνα δικηγόρου και το στρατοδικείο είχε διορίσει αυτεπάγγελτα κάποιο Γερμανό στρατιώτη, δικηγόρο στην πατρίδα του.
Αυτός ο στρατιώτης το πρωί της παραμονής της δίκης ήλθε στο κελί μου. Από τη δικογραφία είδε ο άνθρωπος ότι μεταξύ των κατηγορουμένων είναι και η αφεντιά μου, συνάδελφός του, που βέβαια εθεώρησε καθήκον να με επισκεφτεί και να συζητήσομε τα της δίκης. Τότε μου ανήγγειλε, ότι αυτός διορίστηκε δικηγόρος μας και όχι ο Παπαδόπετρος.
Ο δικηγόρος μας μιλούσε λίγο τα Ελληνικά και έτσι κατόρθωσα να συνεννοηθώ μαζί του. Μας πληροφόρησε επίσης ότι η δίκη θα γινόταν την επαύριο 25-10-43 και ότι είχε διαβάσει τη δικογραφία και ήταν έτοιμος να μας υπερασπισθεί. Τον αρώτησα ποια γνώμη έχει για την έκβαση, και μου απήντησε με παραφθαρμένα Ελληνικά ότι 5-6 κινδυνεύουν να δικασθούν εις θάνατον, χωρίς να τους ονομάσει. Για τους λοιπούς ελπίζει να απαλλαγούν, αλλά υπάρχει ο φόβος να τεθούν εις “υπερορίαν” (εξορία εις Γερμανίαν ως εχθροί των στρατευμάτων κατοχής)…
…στις 25-10-43 το πρωί άρχισε η δίκη. Όπως γράφω παραπάνω, πρόεδρος ορίσθη ο λοχαγός Βάλτερ, μόνιμος πολιτικός δικαστής στη Γερμανία. Τα μέλη του Στρατοδικείου ήσαν 4, ένας αντισυνταγματάρχης και οι λοιποί ταγματάρχηδες. Είχε αναλάβει την υποστήριξη της κατηγορίας ένας αντισυνταγματάρχης. Σύμφωνα με την Γερμανική Στρατιωτική Δικονομία, οι κατηγορούμενοι δεν βρισκόμαστε στην αίθουσα συνεδριάσεως. Αλλά μας έφερναν ένα-ένα από τα κελιά μας και απολογούμεθα πάντοτε με διερμηνέα κατά σειρά. Έτσι λ.χ. εγώ δεν είχα ιδέα για το τι κατέθεσαν οι συγκατηγορούμενοί μου στην απολογία τους – στο ακροατήριο – (ακροατήριο υπήρχε αλλά μάλλον από Γερμανούς)…
…μας έστησαν και τους δυο, (σημ. Γιακουμάκη, Κριτσωτάκη), κοντά κοντά και απέναντι στην έδρα του Στρατοδικείου και με τον διερμηνέα (ένα αμούστακο έφηβο υψηλό και αρρενωπό 18-20 ετών παλικάρι), ελέχτηκε εκεί στη διακοπή ότι ήταν γιος Ελληνίδας…
…άνοιξα το στόμα μου κάτι να πω και ο διερμηνέας με κοιτάζει στα μάτια σαν να μου έλεγε σταμάτα, δεν χρειάζεται να πεις τίποτε (αυτό το παιδί είχε μέσα του κάτι το Ελληνικό, ήταν από τη Θεσσαλονίκη)…
…και δεν μπορούσαν να αλλάξουν και να εξουδετερώσουν τις μαρτυρικές καταθέσεις των συνδέσμων από τις Αρχάνες, που πιάστηκαν από τους Γερμανούς και τους βρήκαν σημειώματα, αλλά και ομολόγησαν πάνω στα βασανιστήρια που τους έκαναν. Και οι οποίοι εξετελέσθησαν…
…μετά τις απολογίες όλων μας, μας συγκέντρωσαν στην αίθουσα συνεδριάσεως για να παρακολουθήσομε τις αγορεύσεις του Κυβερνητικού Επιτρόπου του Στρατοδικείου, βαρώνου όπως έλεγαν, και του συνηγόρου μας. Αλλά τι να καταλάβεις από Γερμανικά! Μόνον όταν αναφέρονταν στα ονόματά μας βγάναμε συμπέρασμα ότι κάτι λένε για μας! Όταν λ.χ. είπε για τους 5 που επρότεινε την καταδίκη εις θάνατον, δηλαδή Γιακουμάκη, Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, καταλάβαμε ότι γι’αυτούς ο πέλεκυς της Γερμανικής Δικαιοσύνης θα κατεβεί αμείλικτος.
Για τους άλλους πρότεινε την απαλλαγή. Ο δικηγόρος μας κατέβαλε προσπάθεια, όχι για να σώσει τους 5 που πρότεινε ο επίτροπος να καταδικασθούν στην εσχάτη των ποινών, αλλά να απαλλαγούμε οι άλλοι και να επιστρέψομε στα σπίτια μας, χωρίς καμιά παρεπόμενη ποινή, (υπερορία). Μάλιστα εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεσθούν ο Πατεργιανάκης, γιατί έχασε πατέρα και δυο αδέρφια του στη Βόνη από βομβαρδισμό Αγγλικών αεροπλάνων κατά λάθος και ο Ζωγραφάκης ότι ήτανε ανάπηρος του Αλβανικού πολέμου.
Σε δευτερολογία του, ο επίτροπος αναγκάσθηκε και αυτός να δεχθεί την πρόταση του συνηγόρου μας και να εκφράσει κι αυτός την ίδια ευχή για τους παραπάνω δύο. Εκείνο που εντυπωσίασε, κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν οι αγορεύσεις του Κυβερνητικού επιτρόπου και του δικηγόρου μας. Χωρίς χειρονομίες, χωρίς καν να κινηθούν από τις θέσεις τους, αλλά με τα χέρια δεμένα μπρος τους, μιλούσαν σαν να έκαναν διάλεξη επιστημονικού περιεχομένου.
Του βαρώνου δε η αταραξία ήταν κάτι ασυνήθιστο στα δικαστήριά μας. Νόμιζε κανείς ότι ήταν ιεροκήρυκας και μιλούσε σε ακροατήριο εκκλησιαζομένων. Δεν παραλείπω εδώ να θυμηθώ ότι ο Διοικητής της Αστυνομίας Ηρακλείου παρηκολούθει τη δίκη από την αρχή ως το τέλος.
Όταν μετά τις αγορεύσεις, έγινε διάλειμμα για να συσκεφθούν οι στρατοδίκες να βγάλουν την απόφαση, ο αείμνηστος Ζωγραφάκης, (συγγενής μου), με πλησίασε και με αρώτησε αν η ευχή του Κυβερνητικού Επιτρόπου, ήταν υποχρεωτική για το Στρατοδικείο, του απήντησα ότι στη δική μας δικονομία δεν έχει καμιά επιρροή στο δικαστήριο οιαδήποτε πρόταση, ή ευχή του Δημοσίου Κατηγόρου, αλλά δεν ξέρω τι συμβαίνει στη Γερμανική. Δυστυχώς όταν είδα ιδιαίτερα τον Γερμανό δικηγόρο μας και του είπα σχετικώς, (χωρίς να με αντιληφθεί ο Ζωγραφάκης), μου απήντησε ότι και η δική τους Δικονομία έχει τις ίδιες διατάξεις με την Ελληνική…
…μετά ολιγόλεπτο σύσκεψη οι στρατοδίκες με πρόεδρο πάντοτε τον Βάλτερ, ήλθαν στις θέσεις τους και ο πρόεδρος απήγγειλε την απόφαση με 5 καταδίκες εις θάνατον, σύμφωνα με την πρόταση του κυβ. επιτρόπου. Για τους υπόλοιπους 17, η απόφαση ήταν αθωωτική, χωρίς καμιά παρεπόμενη ποινή, που φοβόμαστε. Μετά την απόφαση πλησίασα πάλι τον συνήγορό μας και του έκανα την παρατήρηση, γιατί το δικαστήριο δεν εδέχθη ελαφρυντικά για τους καταδικασθέντες, όταν μάλιστα δεν έλαβε χώραν καμιά προπαρασκευή για ένοπλη δράση κατά των Γερμανών;
Μου απήντησε ότι δυστυχώς ο Στρατ. Ποινικός Νόμος του Ράιχ δεν προβλέπει ελαφρυντικά. Η ποινή είναι θάνατος ή αθώωση. Με πόνο καρδιάς αποχαιρέτησα τον κατάδικο συγγενή μου Ζωγραφάκη, που με δάκρυα στα μάτια με φίλησε και εγώ κόντεψε να ξεσπάσω σε αναφιλητά από τη συγκίνησή μου και τον καημό μου, γιατί έχασε τη ζωή του ο δάσκαλος Ζωγραφάκης τόσο πρόωρα.
Αφού δεν τον σκότωσαν οι Ιταλοί στο Αλβανικό μέτωπο ύστερα από πολλαπλά τραύματα που πήρε σε μια μάχη, του ήτανε γραφτό να πέσει με τα φονικά βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος των εισβολέων Ναζιστών.
Η μάνα του που την είδα μετά πολλά χρόνια ήτανε ένα ράκος χωρίς ζωή. Ο καημός της τον τραυμάτισε ανεπανόρθωτα και η διαύγεια του μυαλού της ήταν ηλαττωμένη. Αλλά ο πόλεμος δυστυχώς δεν έχει συμβιβασμούς. Λειτουργεί ο Νόμος της Ζούγκλας ή θα με φας ή θα σε φάω. Του ευχήθηκα για να του δώσω ελπίδες, ότι πιθανόν ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης να τους δώσει χάρη να μην εκτελεσθούν. Τους λοιπούς καταδίκους τους αποχαιρέτησα με τις ίδιες ευχές και φύγαμε για την εξεύρεση αυτοκινήτου για την πόλη των Χανίων…
…όταν είμεθα έτοιμοι να επιβιβασθούμε, ήλθε ένας Γερμανός λοχίας και εζήτησε τον Αντ/ρχη Πλεύρη και τον ταγματάρχη Διακάκη να τους συνοδεύσει στα γραφεία του διοικητού Μπρόγερ που ήταν εκεί κοντά, που τους ήθελε. Περιμέναμε την επιστροφή τους περίπου δυο ώρες. Επιτέλους ξεκινήσαμε την ίδια μέρα 25-10-43 επιστρέφοντες οι 17 για το Ηράκλειο…
…ο Μηνάς Φωστιέρης, (σημ. γυναικάδελφος του Διακάκη), συνεχίζοντας την διήγησή του, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφω παραπάνω, με διαβεβαίωσε ότι κατόρθωσαν και πήραν το φάκελο της δικογραφίας όπως είχε, της υπόθεσης που δικάστηκε, από το σπίτι του προέδρου Βάλτερ, που καθόταν στην εις Αγυιά κατοικία του Ηρακλειώτη Αριστομένη Μιτσίλογλου και την μετέφεραν στο ξενοδοχείο, που έμεναν οι κινηθέντες συγγενείς και φίλοι των κατηγορουμένων αξιωματικών. Από την δικογραφία αυτή ήξεραν τα του Γιακουμάκη.
Ακόμη δε ότι συντριπτικά στοιχεία εις βάρος των 5 καταδικασθέντων σε θάνατο, τα εξακρίβωσαν οι ανακριτικές γερμανικές αρχές από τους δυο Αρχανιώτες συνδέσμους, όπως τονίζω πιο πάνω, που συνέλαβαν προηγουμένως, οι οποίοι με λεπτομέρειες κατέθεσαν, ποιοι αξιωματικοί ήταν οι πυρήνες της κίνησης Ε.Ο.Κ. και που συνεδρίαζαν, γιατί αυτοί μετέφεραν τα σημειώματα προς τους συνωμότες…
…στο Ηράκλειο φθάσαμε βραδιασμένα και διαλυθήκαμε για να συναντηθούμε την επομένη στο Κέντρο Παπακαλιάτη, σύμφωνα με διαταγή του διοικητή της αστυνομίας που επρόκειτο να μας μιλήσει. Ο διοικητής μας μίλησε με παραφθαρμένα Ελληνικά ότι τη γλυτώσαμε ως εκ θαύματος. Ότι αυτός για τον καθένα μας είχε στοιχεία, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε (με είδατε βέβαια που παρακολουθούσα τη δίκη), γιατί μ’αυτά τα στοιχεία δεν θα γλιτώνατε τον εκτοπισμό στη Γερμανία. Τώρα μας λέει θα πάτε στους τόπους που διαμένετε. Θα παρακολουθείστε συνεχώς και οποιαδήποτε ενέργειά σας θα γίνει γνωστή, έχομε τους ανθρώπους μας. Έτσι τελείωσε αυτή η Ιστορία της δίκης των 22 για την οργάνωση της Ε.Ο.Κ…ª.
Κοντεύει να ξημερώσει. Η πόρτα της φυλακής ανοίγει μ’ένα ξερό κρότο και βαριά βήματα ακούγονται. Ο ήχος από τις μπότες σταματά μπροστά στα κελιά τους. Το κλειδί μπαίνει στην κλειδαριά και η μορφή ενός ξερακιανοιύ Γερμανού σχηματίζεται στο άνοιγμα. Με δυνατή φωνή τους καλεί:
-Γιάννης Ζωγραφάκης, Παναγιώτης Μπέρκης, Μανόλης Γιακουμάκης, Αντώνης Μπετεινάκης, Μιχάλης Πατεργιανάκης !
Οι μελλοθάνατοι σηκώνονται από τα κρεβάτια τους, αν μπορούσε κανείς να τα πει κρεβάτια, χωρίς κουβέρτες και στρώματα. Το τελευταίο τους βράδυ το πέρασαν ξάγρυπνοι. Τους περίμεναν. Φορούσαν τα ρούχα τους. Βγαίνουν στο προαύλιο. Πίσω ακολουθούν οι τύραννοι. Ο ήλιος δεν έχει προβάλει ακόμη.
Ο δάσκαλος Γιάννης Ζωγραφάκης θυμάται. Σαν σήμερα δεν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος ; Σαν σήμερα, πριν από τρία χρόνια, δεν έστησαν το ανάστημά τους μπροστά στους εχθρούς που ήρθαν να σκλαβώσουν την Ελλάδα; Αυτός δεν ήταν που περπατούσε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας; Πάνω του δεν χτύπησαν τα βλήματα της Ιταλικής οβίδας αφήνοντας για πάντα τα σημάδια της;
Η απόφαση του Στρατοδικείου την προηγούμενη μέρα τους έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και διάλεξαν οι τύραννοι ημερομηνία, την 27η Οκτωβρίου 1943, για να τους εκτελέσουν. Σήμερα είναι η τελευταία του ημέρα.
Προχωρεί μηχανικά με τους συντρόφους του στην έξοδο της φυλακής. Σε λίγο θα ακολουθήσουν μια μικρή ανηφόρα και όλα θα τελειώσουν.
Το μέρος το γνωρίζουν. Το έχουν δει τις λίγες μέρες που έμειναν κλεισμένοι σ’αυτήν τη φυλακή. Το έχουν νιώσει τα πρωινά ακούγοντας στον απέναντι λόφο τα κροταλίσματα των όπλων. Κάθε μέρα παίρνει σειρά και κάποιος άλλος πατριώτης. Πάντα στον απέναντι λόφο. Σε ένα πάσαλο, που ορθώνεται, λες και θέλει να φτάσει στον ουρανό.
Μια μορφή σαν οπτασία έχει καταλάβει τη σκέψη του. Η μορφή της μάνας του. Θυμάται το αγκάλιασμά της στην Κασταμονίτσα καθώς τον περίμενε το αυτοκίνητο της Γκεστάπο με αναμμένη τη μηχανή. Θυμάται το τελευταίο της φιλί.
Και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του. Δεν το σκούπισε. Θυμάται την τελευταία της ματιά. Εκεί, στημένη στο δρόμο, όταν γύρισε το βλέμμα του λίγο πριν πάρει το γερμανικό αυτοκίνητο τη στροφή. Ήταν εκεί και τον κοίταζε. Η μάνα του η Ξηρούχενα. Όρθια. Υπερήφανη. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. Δεν την ξανάδε από τότε. Μόνο ένα αχ μάνα, ίσα που βγήκε από τα χείλη του.
Ο Γερμανός αξιωματικός δίνει το παράγγελμα Όλα τελειώνουν. Τα σώματα των πέντε ηρώων κείτονται άψυχα στο χώμα. Το αίμα αρχίζει να σχηματίζει ένα μικρό ρυάκι. Στον κάμπο της Αγυιάς μερικά πουλιά τρομάζουν στους πυροβολισμούς και πετούν τρομαγμένα. Ο αγρότης, που οργώνει το χωράφι του λίγο πιο πέρα, στους ήχους των τουφεκιών σηκώνει το κεφάλι του και μονολογεί:
-Κακούργοι! Εγκληματίες! Μέχρι πότε!
Δεν γνωρίζει ποιους εκτέλεσαν κι αυτή τη φορά οι βάρβαροι. Φτύνει στον κόρφο του, σκύβει πάλι το κεφάλι και φωνάζει στο μουλάρι του να συνεχίσει το όργωμα:
-Να, μούλε, να!
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.
Πηγή: patris.gr