Δεύτερες σκέψεις σχετικά με το άνοιγμα των σχολικών μονάδων φαίνεται πως κάνουν στην κυβέρνηση καθώς επικρατεί προβληματισμός κατά πόσον τα επιδημιολογικά στοιχεία στην Επικράτεια, επιτρέπουν το ασφαλές «ξεκλείδωμα» δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων πριν τα Χριστούγεννα.
Τις τελευταίες ημέρες είχαν διαρρεύσει πληροφορίες για άνοιγμα των σχολικών μονάδων στις 7 Δεκεμβρίου – σε πρώτη φάση των δημοτικών – και εν συνεχεία των γυμνασίων και λυκείων.
Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμη δεν υπάρχει εισήγηση από την πλευρά των λοιμωξιολόγων σχετικά με την ημερομηνία επιστροφής των μαθητών στα σχολεία καθώς αναμένουν να κυλήσει και αυτή η εβδομάδα προκειμένου να δουν σε ποιο επίπεδο σταθεροποιείται ο αριθμός των κρουσμάτων ώστε να προτείνουν το χρονοδιάγραμμα για το άνοιγμα δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων.
Η ανησυχία των επιστημόνων φαίνεται να εστιάζεται σε δύο κρίσιμους παράγοντες.
Αφενός στο μικροσκόπιο είναι τα μεγαλύτερα παιδιά και το γεγονός ότι μπορούν να προσβληθούν από κοροναϊό και να παρουσιάσουν και συμπτώματα και κατά συνέπεια να μεταφέρουν και τον ιό στις οικογένειές τους περισσότερο από τους μαθητές μικρότερων ηλικιών.
Το δεύτερο σημείο αφορά στην κινητικότητα των γονέων που θα υπάρχει σε περίπτωση που ανοίξουν τα δημοτικά σχολεία, καθώς είχε διαφανεί, σύμφωνα με τους λοιμωξιολόγους ότι η εν λόγω κινητικότητα μπορεί να συντέλεσε στην επιδημιολογική επιβάρυνση συγκεκριμένων περιοχών.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να κλείσει τα Γυμνάσια και τα Λύκεια νωρίτερα από τα δημοτικά καθώς όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός «τα μεγαλύτερα παιδιά επειδή έχουν τη δική τους κοινωνική ζωή είναι πιθανόν αυτή τη στιγμή να ευνοούν τη μετάδοση του ιού πολύ περισσότερο από τα μικρότερα παιδιά».
Άλλωστε πριν από αρκετές ημέρες και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας είχε τονίσει ότι η συμβολή των παιδιών στη διασπορά του ιού αυξάνεται μετά την ηλικία των 10-12 ετών, δηλαδή μετά το δημοτικό.