Δεν ήξερα ποτέ πώς είναι να πίνεις τον καφέ σου το πρωί ξέγνοιαστα και να χτυπάει παράξενα η καμπάνα. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία. Λειτουργία δεν είναι, πένθος δεν είναι, γιορτή δεν είναι.
“Φωθιά”, λέει η Παρασκιώ.
Πετάχτηκα από την αυλή και βγήκα στον δρόμο. Ανάστατος ο κόσμος να κοιτά τους καπνούς πέρα, αγροτικά να ανεβαίνουν να συνδράμουν.
Με πήρε ο πατέρας μου τηλέφωνο, το άκουσε στις ειδήσεις. Θυμήθηκε το ’63, τη μεγάλη φωτιά, που ήταν παιδί και χτυπούσαν οι καμπάνες. Κι έτρεχαν ανθρώποι από τις Μοίρες να βοηθήσουν τους Μελαμπιανούς. Αυτός ο τόπος έχει τόσες φορές καεί.
Έβγαλα την κάμερα φουλ στο ζουμ. Αυτό που έβλεπα με έκανε να ανατριχιάσω. Τα πρόβατα να κατεβαίνουν όλα μαζί μέσα από τον καπνό, πουλιά να κάνουν κύκλους από πάνω. Ένας πρίνος άρπαξε φωτιά κι ήταν σαν να το άκουγα.
Μα οι χωριανοί…
Άντρες από το χωριό, μαθημένοι πια, να τρέχουν, να φέρνουν, να δίνουν. Να μη γυρίσει η φωτιά από τους βοριάδες που χτυπούν το χωριό. Να σώσουν το βιος των ανθρώπω.
Τέτοιες στιγμές δεν έχει “δικό μου και δικό σου”. Κι αυτή τη στιγμή ακόμα, που τα γράφω, συγκινούμαι. Άλλο να τα βλέπεις στην οθόνη, άλλο να τα ακούς, άλλο να τα διαβάζεις.
Και άλλο να το ζεις.
Τί θα πει ανθρωπιά και αλληλεγγύη.
(Κείμενο: Μαρία – Στέλλα Ζεάκη- Σελίδα: Πολιτιστικός Σύλλογος Μελάμπων “ΤΟ ΣΑΝΤΑΛΙ”)