Στις 30 Μαρτίου 2014 απεβίωσε ο Μακαριστός Παππά Γρηγόρης, ο χαρισματικός Εφημέριος της Ενορίας Καμηλαρίου.
Σήμερα συμπληρώνονται δέκα χρόνια και δημοσιεύουμε ένα αφιέρωμα στη μνήμη του.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καμηλάρι το 1932. Ήταν Μοναχογιός του Ιωάννη και Ευθυμίας Παπαδοσπυριδάκη. Είχε ακόμα δύο αδελφές την Μαρία και την Ανδρομάχη. Τελείωσε το Δημοτικό στο Καμηλάρι ( εκεί που τώρα είναι το σπίτι του ), Τελείωσε το Γυμνάσιο Πόμπιας και Φοίτησε στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Κρήτης για τρία χρόνια, στην Αγία Τριάδα Χανίων και αποφοίτησε 30 Ιουνίου 1956.
Παντρεύτηκε το Γενάρη του 1957 την Μαρία, κόρη του Ιωάννη και Ασημένιας Νικολακάκη και απέκτησαν τρία παιδιά τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο και τον Εμμανουήλ, όλοι τους Ιεροψάλτες.
Στις 24 Μαρτίου του 1957 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μακαριστό Επίσκοπο Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Τιμόθεο στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη στο Σίβα και 12 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε Ιερέας στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Καμηλάρι. Μέχρι τις 30 Ιουνίου του 1957 ήταν εφημέριος στην ενορία Ανω Μουλίων. Στις 1 Ιουλίου 1957 τοποθετήθηκε εφημέριος της ενορίας Καμηλαρίου και αφοσιώθηκε σε αυτή ψυχή και σώματι μέχρι που απεβίωσε. Στις 29 Αυγούστου 2005 ο σημερινός Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακάριος του απένειμε το Οφίκιο του Σταυροφόρου στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη στο Σίβα.
Εξυπηρετούσε και τους οικισμούς Αγίου Ιωάννη Φαιστού και Καλαμακίου για πολλά χρόνια. Ήταν ο πρωτεργάτης της ανέγερσης του Ιερού Ναού του Προφήτη Ηλία στο Καλαμάκι και της ίδρυσης του οικισμού μαζί με άλλους Καμηλαριανούς. Συμμετείχε στην ιδρυτική ομάδα της γεώτρησης για την άρδευση των χωραφιών. Ήταν από τους πρώτους που πίστεψε ότι το χωριό μπορούσε να αναπτυχθεί – εξελιχθεί τουριστικά, αλλά δεν θα έπρεπε να χάσει την Ελληνορθόδοξη παράδοσή του και να αλλοτριωθεί από τους ξένους.
Τι να πούμε και τι να πρωτοαναφέρομε, για τον παπά Γρηγόρη.
Ευγενής, αξιοπρεπής, έντιμος, ταπεινός, απλός, φιλακόλουθος, ιεροπρεπής, απαράμιλλος λειτουργός μέ τη μελωδική φωνή του ψάλλοντας, χωρίς επιτήδευση και απνευμάτιστους γλυκασμούς.
Ποιος ενορίτης μπορεί να λησμονήσει την θλιμμένη φωνή του την Μεγάλη Πέμπτη «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας,
…»;
Ποιος ενορίτης μπορεί να λησμονήσει στην Εκκλησία στα Μαρμαγιανά την χαρά του, τη λάμψη του, όταν θύμιαζε και έψαλε στην Ωραία πύλη την καταβασία: «Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε …»
Ποιος ενορίτης μπορεί να λησμονήσει Το Ιερόν ευαγγέλιο της νεκρώσιμος ακολουθίας πόσο απόλυτα — αυστηρά το έλεγε : << ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν,!!!! ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός. …>>;
Δεν ήταν ένας δεινός ιεροκήρυκας, αλλά η καθημερινή του βόλτα και μόνο το απλό πέρασμά του από τους δρόμους και τα σοκάκια της Ενορίας του ήταν το πιο δυνατό και αποτελεσματικό κήρυγμά του.
Τι κι αν δεν έκανε κηρύγματα; Ὁ λαός τον θαύμαζε, τον τιμούσε, εμπνεόταν από την ιεροπρέπειά του. Με την παρουσία και την ευλάβειά του δίδασκε, ήταν μία σιωπώσα παραίνεση. Με την εύγλωττη σιωπή του, με το χαρωπό πρόσωπό του, με την καλοσυνάτη συμπεριφορά του, με την απλή και αθώα ζωή του, κήρυττε συνεχώς αγάπη, για αυτό και αγαπήθηκε.
Εκείνο όμως που τον κατέστησε αγαπητό στα μάτια περισσότερο του Θεού και των ανθρώπων ήταν η ακεραιότητα της ηθικής υποδειγματικής ζωής του.
Το πέρασμά του από αυτόν τον κόσμο, ως ιερέας και εφημέριος, ήταν σαν την πορεία ενός αστεριού, που έλαμψε, αλλά δεν χάθηκε και δεν πρέπει να χαθεί, αλλά άφησε το ίχνος του, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια της συνέχειας του ανεξίτηλου ίχνους της προσφοράς και θυσίας του Θεανθρώπου
Ἡ εξαίρετη οικογένειά του νά είναι υπερήφανη ἐν Χριστό για τον καλό σύζυγο, πατέρα, Παππού, αδελφό και συγγενή τους. Το ίδιο και όλοι οι Ενορίτες, που για να τον τιμήσουν έδωσαν το όνομά του στην Κεντρική Πλατεία του χωριού.
Ιερατικές προσωπικότητες σαν τον παπά Γρηγόρη σπανίζουν και θα σπανίζουν τα επόμενα χρόνια όλο και περισσότερο.
Ο μακαριστός παπάς Γρηγόρης υπηρέτησε με ζήλο και ταπείνωση την ενορία του. Ο αείμνηστος διακρινόταν για την απλότητα, την πίστη, την εργατικότητά του και την αγάπη του προς την αγία μας Εκκλησία. Είχε αυξημένη πίστη, ευσέβεια και διάθεση διακονίας του λαού του Θεού. Ακόμα και στις δυσάρεστες οικογενειακές του στιγμές δεν πτοήθηκε αλλά συμμετείχε κανονικά στα Ιερά Μυστήρια των ενοριτών στην εκκλησία.
Ήταν φιλότιμος. Είχε πνεύμα νοικοκυροσύνης. Τα ήθελε όλα καλά και ωραία. Και το Ναό του, το προαύλιό του, την αποθήκη του, τα ξωκλήσια της ενορίας του. Όλα θα διαλαλούν τη νοικοκυροσύνη και το ενδιαφέρον του.
Κύρια εφόδια της ιερατικής του διακονίας δεν ήταν η μεγάλη μόρφωση και τα πτυχία που κατείχε, αλλά η πλούσια καρδιά του. Μια καρδιά πλημμυρισμένη από αγνά συναισθήματα και βιώματα χριστιανικά και θείες εμπειρίες. Προπάντων, μια καρδιά γεμάτη με τη Χάρη του Θεού.
Υπήρξε ευγενής. Υπήρξε ο άνθρωπος της σιωπής. Όχι γιατί δεν είχε τι να πει, αλλά γιατί ήθελε να μιλά με περίσκεψη.
Υπήρξε άκακος και αμνησίκακος. Ποτέ δεν κακολόγησε όποιον τον πίκρανε. Η εκδίκηση, ούτε ως λέξη δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο τη καρδιάς του.
Υπήρξε αφιλοχρήματος. Ποτέ του δε ζήτησε. Δεν αγάπησε τα χρήματα. Γι’ αυτό και γεύτηκε πλούσια την αγάπη των ενοριτών του. Εξάλλου, πολλοί είναι κι εκείνοι που γεύτηκαν τη δική του αγάπη. Έκανε το καλό και το ξεχνούσε. Του έφτανε που το γνωρίζει ο Κύριος.
Υπήρξε ο ιερέας της ολονυχτίας, ο ιερέας της πρωτάγιασης, ο ιερέας του εσπερινού, ο ιερέας της λιτής, του μεσονυκτικού και του όρθρου, ο ιερέας που αντίκρυζε τον Χριστό και την Παναγία και τον Αγιο, πρωί έπαιρνε καιρό, όταν δηλαδή για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, ζητούσε από τον Κύριο να Του δώσει ζωή τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει την θεία λειτουργία, για να μην μείνει στη μέση, κοίταζε τον Χριστό κατάματα και ακουμπούσε με το βλέμμα Του πάνω Του και με το βλέμμα το δικό Του, βρίσκαμε ανοιχτή πόρτα κι εμείς να ακουμπήσουμε σε Αυτόν. Με χιόνια, με βροχές, με κακοκαιρίες, πρωί – βράδυ σε μικρογιορτές και μεγαλογιορτές, βάραγε την καμπάνα και έκανε την λειτουργία, είτε είχε κόσμο είτε όχι. Γιατί μέλημά σου, ήταν να καλλιεργεί τον αμπελώνα του Κυρίου.
Υπήρξε ακούραστο λειτουργός και φίλος των αγίων, τους οποίους κάθε μέρα τιμούσε λειτουργώντας αγόγγυστα. Όλους αυτούς θα τους έχει τώρα πρεσβευτές μπροστά στο θρόνο του Θεού. Τήρησε τους ιερούς κανόνες τέλεσης Ιερών Μυστηρίων βάση της τάξεως του Ορθόδοξου Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Οπως έκανε την πρώτη του Θ. λειτουργία – Ιερά Μυστήρια, το ίδιο έκανε και τα τελευταία του, όπως έλεγε πάντα. Τήρησε τα ήθη και τα έθιμα της Ενορίας του ακριβώς όπως του τα παράδωσαν και τα παράδωσε και κείνος στον επόμενο εφημέριο αναλλοίωτα.
Για Αυτόν ο τάφος και ο θάνατος δεν θα είναι το τέρμα και η απειλή της παρούσης ζωής. Είναι η αρχή της πέραν του τάφου ζωής, της όντως Ζωής, της Αυτοζωής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Σταυρωθείς και Αναστάς, που τόσα χρόνια υπηρέτησε. Τόσα χρόνια που ανελλιπώς λειτούργησε και κοινώνησε το Ζωοποιό Σώμα και το Δεσποτικό Αίμα και μετέδωσε και σ΄ άλλους «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Στο Ουράνιο Θυσιαστήριο θα συλλειτουργεί με τους μακαριστούς Μητροπολίτες Τιμόθεο που τον χειροτόνησε και Κύριλλο. Με τον πνευματικό του Πατέρα παπά Μανόλη Δασκαλάκη. Με τους Ιεροψάλτες Χαρίδημο Μανουσάκη, Εμμανουήλ Αλεξανδράκη, Στυλιανό Βολακάκη ( Αγροφύλακα) , Αναγνώστη Βαρδή Μανουσάκη, τον γιό του Κωνσταντίνο, με την Νεωκόρο Ζαχαρένια, με τους γονείς του – συγγενείς του και όλους του υπόλοιπους ενορίτες.
Αναπαύου λοιπόν, δούλε πιστέ και αγαθέ, στο ουράνιο θυσιαστήριο, περιβεβλημένος την δόξαν της Ιεροσύνης σου, συνοδευόμενος από την βαθιά εκτίμηση και αγάπη της πρεσβυτέρας σου ΜΑΡΙΑΣ που όλα τα χρόνια ήταν ακούραστη συμπαραστάτης δίπλα σου, των παιδιών και εγγόνων σου, των οικείων, των συγχωριανών, των πνευματικών συγγενών και φίλων. «Ἀναπαύου καὶ εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, τὸν ποιήσαντα μεγάλα καὶ θαυμαστά» στην επίγεια ζωή σου για να σε αναπαύσει τώρα στην ουράνια κατάπαυση και ανάπαυσή.