Ήταν φθινόπωρο του 1977, όταν ένας νεαρός φοιτητής πέρασε, με «κρύα καρδιά», τα σκαλιά της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου. Το όνειρο του ήταν αλλού: η Νομική Αθηνών και η δημοσιογραφία. Όμως, οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του – με τον πατέρα, δάσκαλο, εκδιωγμένο τότε στην Ορεστιάδα – τον άφησαν στην Κρήτη, σε έναν δρόμο που δεν είχε επιλέξει ο ίδιος.
Εκεί, στο αμφιθέατρο της Ακαδημίας, γνώρισε έναν άνθρωπο που θα καθόριζε τη ζωή του: τον Γιάννη (Ι. Δ.) Ιωαννίδη. Τον ήξερε από τα άρθρα του στην εφημερίδα «Φλόγα της Κρήτης», όπου αρθρογραφούσε και ο ίδιος. Δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Τον άκουσε για πρώτη φορά στην αίθουσα διδασκαλίας. Η πρώτη εντύπωση ήταν ουδέτερη, ίσως και αμήχανη. Όμως κάτι στον τρόπο σκέψης και διδασκαλίας του, αρχικά «παράξενο», αποδείχθηκε καθοριστικό.
«Τον πλησίασα στο τέλος του μαθήματος και με τον αέρα του… δημοσιογράφου, του μίλησα και τον ρώτησα με θράσος αν με γνωρίζει! Χωρίς να με κοιτάξει είπε: “Γιατί; Έπρεπε να σε γνωρίζω;” Κόμπιασα. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε μπροστά στους σπουδαστές: “Ποιος είναι αυτός που πρέπει να γνωρίζω;”».
Αυτή η σύντομη, σχεδόν σκληρή, πρώτη επαφή ήταν η αρχή μιας σχέσης ζωής. Μιας σχέσης που θα γινόταν αφορμή ο νεαρός να παραμείνει στη σχολή – παρά τις πάνω από 10 φορές που σκέφτηκε να την εγκαταλείψει. Ο Ιωαννίδης δεν του το επέτρεψε. Με τον τρόπο του, με τη στάση του, με την ουσιαστική παρουσία του στη ζωή του, τον οδήγησε τελικά στον δρόμο της διδασκαλίας.
«Στην πορεία έκανε πολλά για μένα. Πράγματα που ίσως και να μην τα έκανε κανένας δάσκαλος για τον μαθητή του. Μια μερίδα συμφοιτητών ίσως να θυμάται αμυδρά, αλλά αυτά σημαδεύουν συνήθως εκείνους που τα βιώνουν».
Σαν σήμερα, 6 Αυγούστου του 2000, ο Γιάννης Ιωαννίδης έφυγε από τη ζωή. Όμως, για εκείνον τον μαθητή – και όχι μόνο – έμεινε ζωντανός μέσα στην τάξη, στην καρδιά, στη μνήμη.
«Δάσκαλε μου αγαπημένε, σε έχω πάντα στην καρδιά μου, στη ζωή μου, όπως σε είχα και στην τάξη μου».
Ζ. Κ.