Της Χαριστής Κουκουμπεδάκη
Χρόνε παλιέ μην καυχηθείς πως ήσουνα με μπέσα,
πως ήσουν καλοπόταγος, γουρλής, πραγιός και ντρέτος,
γιατί το φόβο σκόρπισες σε γης και σ’ Οικουμένη
κι έσπειρες εις το διάβα σου κακομοιργιές πληθώρα….
Τα χίλια μύρια βάσανα έξωσες των αθρώπω
κι εσύρανε οι ποταμοί του πόνου και τα ργυάκια
και του καημού οι θάλασσες είναι φουρτουνιασμένες
με κύματα που βγαίνουνε ίσαμε τα ουράνια
και μέσ’ αθρώποι πνίγουνται δίχως σωσμό τσ’ελπίδας…
Πόσους δεν πήγες άπονε στη θάλασσας τον πάτο
δίχως μια χέρα να μπορεί να τσι ‘νεσύρει απάνω
και τσι πνιξες που να το δείς το κρίμα στο λαιμό σου…
Είντα να σου σου θυμούμαστε χρόνε στο πέρασμά σου,
μόνο να σε σκεφτεί κιανείς λόγω τιμής θα τρέμει
ωσάν το λιανοκάλαμο στη δύνη των ανέμω…
Χρόνε να πας στα εφτά καλά κι ευκή μου μην ξανάρθει
Χρόνος σαν κι ετουλόγου σου…..