Της Πόπη Σπανάκη
Είναι νύχτα ακόμη. Εγώ κοίτομαι στο σοφά, δίπλα στην αδερφή μου την Αντριανιά και το μικιό αδερφό μου το Βαγγέλη, με τα μούτρα από κορφής σκεπασμένα κάτω από τσ ανάπλες, λόγω του κρύου.
Ο μπαμπάς, η μητέρα και οι μεγαλύτερες αδερφές μου, σκωθήκανε προτού ξημερώσει. Θα πάνε στην εκκλησία.
Πάντα νύχτα πηγαίνουνε στην εκκλησία τα Χριστούγεννα.
Εμάς τα μικιά κοπέλια , δε μας ε- σηκώνουνε. Η παγωνιά, είναι δυσβάστακτη το χειμώνα στο οροπέδιο του Λασιθιού τη ταχινή.
– Πού ναι μπρέ το μεγάλο μαχαίρι, γροικάται η φωνή του μπαμπά, να ρωτά τη μητέρα, που εδά και κάμποση ώρα έχουνε γυρίσει από την εκκλησία.
– Στη κουταλοθήκη, εκειά απού το βάνομε είναι, του απαντά.
-Πάω να φέρω δυο κουτσούρια απ όξω να στεγνώνουνε μέσα
κι απόη δα κόψω το κρέας απού δα ψήσεις.
– Να πορίσω θέλω κι εγώ να πάρω χιόνι, να το στέσω στη παραθιά να λιώσει, να ποτίσω τα ζούμπερα. Η χιονιά είναι μεγάλη και δε μπορούμε να τα πάμε στη βρύση να πιούνε νερό.
Αυτόματα, η αθιβολή του χιονιού με ξεσηκώνει. Θέλω να δώ το χιονισμένο κάμπο.
Από στα ν-οψές είχε βάλει χερικό να χιονίζει και σίγουρα στούπιζε όλη νύχτα.
Ίσα που είχανε προλάβει ο μπαμπάς και η μητέρα, να ταχτοποιήσουνε το χοίρο μας, απού τον εσφάξανε οψές, όπως κάνουνε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα και όπως κάνουνε όλοι οι συχωριανοί μας με τον εδικό ντως χοίρο. Είναι το έθιμο.
Σκώνομαι και κατεβαίνω από το σοφά. Στέκομαι ομπρός στο παραθύρι.
Όλα είναι κάτασπρα όξω. Όπου θωρρεί το μάτι, ένα απέραντο κατάλευκο σεντόνι έχει σκεπάσει τα πάντα.
Ο κάμπος, τα βουνά, τα δεντρά. Όλα κάτασπρα
Η εικόνα είναι πανέμορφη, φανταστική.
Δεν ακούγεται ανεμιγή και μια μελαγχολική ησυχία απλώνεται παντού .
Μόνο κάποια σπουργιτάκια, περνούνε ξαφνικά ομπρός από το παραθύρι, κοντοστέκουνται για μια στιγμή και φεύγουνε βιαστικά τιτιβίζοντας.
Εργούνε κι αυτά. Πάνε να κρυφτούνε μέσα στσι τρύπες, απάνω στσι πέτρινους τοίχους τω σπιθιώ, κάτω από τα κεραμίδια που προεξέχουνε.
Οι πρίνοι, γύρω από το σπίτι μας κλιβάζουνε. Τα κλαδιά τους γέρνουνε προς τα κάτω από το βάρος του χιονιού, σαν να θέλουνε να προσκυνήσουνε τη γή.
Σα να θέλουνε να προσκυνήσουνε το Χριστό .
Σήμερο είναι Χριστούγεννα σκέφτομαι.
Μια παράξενη μελαγχολία κυριεύγει τη ψυχή μου και ο νούς με ταξιδεύγει μακριά.
Σε κείνη τη λαμπερή σπηλιά, που πρίν από μερικές μέρες μας έλεγε η δασκάλα . Ο Ιωσήφ, όρθιος εκεί στο βάθος, ακουμπισμένος σ ένα ραβδί και η Παναγία, με απλωμένο το χέρι χαϊδεύγει απαλά το μικρό νεογέννητο Χριστό.
Μέσα στη ματζαντούρα της αγελάδας με το σανό. Φάτνη μας την έχει πεί η δασκάλα .
– Ε Πόπη. Ίντα στέκεις παιδί μου στο παραθύρι ομπρός ετόσηνιά ώρα ?
Ατά δα ψοφίσεις από το κρύο. Πήγαινε να θέσεις στο σοφά, αλλιώς έλα στη φωθιά να πυρώνεσαι.
Η φωνή της μητέρας, με μιάς με βγάνει από το όνειρο και με γυρίζει οπίσω στο σπίτι.
Σιμώνω και κάθομαι στο μικρό κουτσουράκι, κοντά στη φωθιιά.
Δυό χοντρά, μακρά ξύλα ξαμπλωμένα κατά γής, ανάφτουνε μέσα στη παραθιά. Τα ξεμπιθρακώ με τη μαχιά και σύρνω κοντά μου τα κάρβουνα να ζεστάνω τα παγωμένα χέρια μου. Έχουνε ξυλιάσει από το κρύο.
Η μητέρα έχει στεμένο το μεγάλο τσικάλι, γεμάτο χιόνι.
Θα γενεί νερό για να πιούνε τα οζά μας.
Δίπλα, απάνω στο μικρό τραπέζι, είναι η κόκκινη με τσι άσπρες λουρίδες πετρολεκανίδα, με το συκώτι του χοίρου μας, έτοιμο για το τηγάνι και ο μπαμπάς, κόβγει ψαχνό κρέας από το μερί του καϋμένου του χοίρου μας, που από στα ν-οψές κρέμεται σφαμένος στο τοίχο. Έχει εκτελέσει το προορισμό του.
Όλο το χρόνο τον ε- καλοταϊζαμε, για να παχύνει και να μας δώσει -κατά το έθιμο-το κρέας του τα Χριστούγεννα.
Θα είναι το φαϊ της οικογένειάς μας, όλες τούτες τις μέρες των εορτώ.
Η μητέρα θα ψήσει το νόστιμο ψαχνό κρέας του, στα κάρβουνα, με τέχνη, περασμένα στον άρδραχτο.
Η μέρα επέρασε ήσυχα με φαϊ και πολλές ευχές.
– Βοήθειά μας η γέννηση του Χριστού, θα πεί ο μπαμπάς,ανασηκώνοντας ελαφρά το ποτήρι με το κρασί, στο μεσημεριανό τραπέζι.
– Η Χάρη ν-Του να μας ε- βοηθά δα πεί κι η μητέρα
Αργά, όλοι μας, χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι, καθισμένοι γύρου-γύρου στη παραθιά, κοντά στη φωθιά, κουβεντιάζομε και με συγκίνηση ακούμε από το μπαμπά, τα κάλαντα τω Χριστουγέννων και της αρχιμενιάς, όπως μας τα λέει κάθε χρόνο, με τη γλυκειά, μελωδική ν-του φωνή.
Και του χρόνου νάμαστε καλά να τα ξαναπούμε
Στη φωτογραφία φίλοι μου, θωρρείτε χιονισμένο, το οροπέδιο του Λασιθιού,όπως φαίνεται από το παραθύρι του σπιθιού μας
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και με το καλό να μπεί ο καινούργιος χρόνος.
Το 2018
Γλωσσάρι
κοίτομαι=είμαι ξαπλωμένη
σοφάς= αυτοσχέδιο υπερυψωμένο κρεβάτι με σανίδες για όλη την οικογένεια
από κορφής= κάτω από τα σκεπάσματα
ανάπλες=υφαντές κουβέρτες
γροικάται=ακούγεται
κουτσούρια=κούτσουρα
κι απόη=και έπειτα
πορίσω=θα βγώ έξω
στέσω=στήσω
παραθιά=πέτρινη κατασκευή για μαγείρεμα με φωτιά-τζάκι
ζούμπερα=βόδια
αθιβολή=κουβέντα
οψές=χθές
χερικό=αρχή
στουπίζει=ρίχνει νιφάδες χιουνιού
θωρρεί=βλέπει
ανεμιγή=άχνα, άκρα σιωπή
εργούνε=κρυώνουνε
ματζαντούρα=ταϊστρα ζώων
ατά=αυτού
να θέσεις=να ξαπλώσεις
πυρώνεσαι=ζεσταίνεσαι
σιμώνω=πλησιάζω
ξεμπιθρακώ=ξεσκαλίζω
μαχιά=σιδερένιο δίχαλο εξάρτημα για κάρβουνα
οζά=ζώα
λουρίδες=ζώνες
άρδραχτος= βέργα μεταλλική εξάρτημα αργαλειού, για καλάμισμα κλωστής