Ίδιας γης συνοδοιπόροι και ταξιδευτές χιλιάδες χρόνια.
Ίδια η αγωνία, ίδιοι οι καημοί. Ίδιος ο άνθρωπος τόσους αιώνες παρά το τεχνολογικό του ανέβασμα. Δεν στάθηκε ικανό να απαλύνει τον πόνο, την αγωνία και την πείνα του.
Ψάχνει ο άνθρωπος και πάντα κάτι βρίσκει. Άλλος τη δόξα, άλλος τη δύναμη. Άλλος την εξουσία άλλος το χρήμα. Απύθμενο το κενό και η δίψα ακόρεστη.
Και πως τούτο το απέραντο άδειο να το γεμίσεις με εγωισμό, χαρτιά και μηχανές. Πώς να πορευτείς με τόσο άγχος για να μπορέσεις να τα κρατήσεις αυτά, να τα γυαλίζεις κάθε μέρα για ναναι αστραφτερά και να θαμπώνουν τους γύρω. Και η αγωνία μεγαλώνει σε κάθε βήμα.
Πολύ μικρός έγινε ο κόσμος και δε χωράει πια τη ζαλισμένη μας πορεία.
Φώτα και λαμπιόνια αμέτρητα στους δρόμους, στολίδια πολλά και βιτρίνες γεμάτες προσπαθούν να μας δείξουν μια πορεία που οδηγεί σε κόσμο οργουελικό. Τόσος κόσμος και όμως τόση μοναξιά και παγωνιά.
Σαν «κύμβαλα αλλαλάζοντα»[2] θορυβούν στην ανθρώπινη ψυχή ψιθυρίζοντας «έχεις πολλά αγαθά, φάγε, πίε ευφραίνου….»[3].
Προσπαθούν να κρύψουν τα μονοπάτια της ανθρωπιάς, το μοναδικό Αστέρι που οδηγεί σε ένα τόπο ξεχασμένο. Σε ένα τόπο απόμερο, ακαταλαβίστικο, παρεξηγημένο και φτωχικό.
Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, κάθε χρόνο ένα αστέρι αλλιώτικο δείχνει ένα δρόμο και ένα τοπίο μοναχικό.
Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, μια παράξενη νύχτα, σε τόπο ανυπόληπτο «…τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς»[4].
Πριν δυο χιλιάδες χρόνια σε τόπο απρόσμενο ο ουρανός ενώθηκε με τη γη. Εκείνη τη νύχτα όλα άλλαξαν. Όλα έγιναν αλλιώς. Όπως έπρεπε να γίνουν.
Τη νύχτα φώτισε ένα Αστέρι παράδοξο, στη γη κατέβηκαν άγγελοι. Φωτίστηκε μια σπηλιά, ένας στάβλος και μια Φάτνη.
Θεός μείχτηκε με άνθρωπο, άγγελοι βρέθηκαν με τα ζώα, ουράνια μελωδία πλημμύρισε τα γύρω, απλοί βοσκοί οι πρώτοι προσκυνητές.
Πόσο «περίεργος» είναι Αυτός ο Θεός….
Πόσο αλήθεια απλός είναι μέσα στην τελειότητά Του.
Πόσο μπορεί ακόμα να ταπεινωθεί για να μοιάσει σε μας;
Τι τον οδήγησε να αδειάσει από την άκτιστη Δόξα Του και να προσλάβει «μορφήν αναλοιώτως ανθρωπίνην…»[5];.
Χριστούγεννα……Γιορτή ουράνια και γήινη. Γιορτή απλή και γιαυτό μεγάλη. Γιορτή με ένα φως που οδηγεί χωρίς να ζαλίζει. Μουσική που ζωγραφίζει ειρηνικά στην ψυχή του ανθρώπου. Άγγελοι που δείχνουν δρόμο προς τον ουρανό. Βοσκοί που έζησαν το θαύμα και προσκυνούν.
Πώς, αλήθεια, να προσεγγίσεις τούτο το μέγα μυστήριο όπου «Θεός, άνθρωπος γέγονεν»[6];…
Πώς να σταματήσεις, την ως «κύμβαλον αλαλάζον» μουσική και να ψάλλεις το κατανυκτικό «Προσκυνούμεν σου την Γένναν Χριστέ…»[7];
Πώς να πειστείς ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι κατανάλωση και διασκέδαση αλλά ανάλωση εαυτού και κένωση του εγώ;
Πως από το «παρα φύσιν» να αναπαυτείς στο «κατά φύσιν»;
Πώς να αποδεχτείς ότι «…πεφανέρωται δε τα θαύματα, τοις προσκυνούσι εν πίστει το μυστήριον…»[8];
Πώς να το κατανοήσεις όταν «τα κάτω τοις άνω συνομιλεί»[9];…
Πώς να «μπολιαστείς» απ το λόγο του Αποστόλου «Θεός εφανερώθη εν σαρκί»[10] ;…
Πώς να γιορτάσεις το, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνην»[11];…
Πώς να καταλάβεις το, « Ο αχώρητος παντί, πώς εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός, πώς εν αγκάλαις της Μητρός…»[12]
Πώς να γευτείς το: «Χριστός γεννάται δοξάσατε…»[13].
…καιρός του σιγάν…..
Καιρός να σβήσεις τα φώτα και τα λαμπιόνια, να ζήσεις την παράξενη σκοτεινιά όπου μόνο ένα αστέρι λάμπει. Να αφήσεις τους στολισμένους δρόμους και τα πολύτιμα δώρα. Να σκύψεις το κεφάλι, να αδειάσεις από ανθρώπινη δόξα και δύναμη….
Πλησιάζεις ένα Μυστήριο. Και η προσέγγισή του απαιτεί αλλιώτικα πράγματα. Οδεύεις προς συνάντηση Θεού. Δεν ωφελούν τα μεγάλα και φανταχτερά λόγια, δεν προσφέρουν τίποτα οι τίτλοι και τα αξιώματα, δεν σε βοηθούν καθόλου οι μηχανές και η δύναμη.
Σιωπή και ησυχία χρειάζονται.
Τούτο το μυστήριο θέλει την απλότητα των βοσκών, την ησυχία της νύχτας, την ταπεινότητα της Φάτνης, την ασημότητα του στάβλου, τη σιωπή των ζώων.
Τούτο τον τόπο τον προσεγγίζεις με έναν αλλιώτικο τρόπο.
Ολάκερος ο κόσμος έγινε και φτιάχτηκε και ετοιμάστηκε «…ώστε Θεόν υποδέξασθαι δυνηθήναι…»[14] λέει γεμάτος θαυμασμό ο ιερός Πατέρας.
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός…»[15].
Παράξενα και παράδοξα όλα της επί γης παρουσίας του Χριστού.
Θεός τέλειος και επιλέγει τον αδύναμο άνθρωπο με την άκτιστη αγάπη Του.
Φύσει Βασιλιάς και διαλέγει το πιο καταφρονεμένο μέρος για να παρουσιαστεί.
Παντοδύναμος που θα μπορούσε να έχει «…πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων…»[16] και επιλέγει, αγαπητικά, βοσκούς και ζώα.
Πράγματι «παράδοξα σήμερον εν γη»[17]. Παράδοξη Γέννηση, παράδοξη η ζωή Του στη γη, παράδοξη η Σταύρωση και η Ανάσταση.
Όλα παράδοξα σε βαθμό που σκανδαλίζουν.
Σκάνδαλο πάντα ήταν ο Χριστός, η Εκκλησία και η πίστη.
Σε κάθε εποχή ένας Ηρώδης φοβάται και με δολοπλοκίες «ζητεί το παιδίον του απολέσαι αυτό»[18].
Σε κάθε εποχή άνθρωποι «…τρώγοντες και πίνοντες…»[19] δεν έχουν καιρό να ρωτήσουν «πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς;»[20].
Όμως και σε κάθε εποχή άνθρωποι Τον αναζητούν θέλοντας «…προσκυνήσαι αυτώ…».[21]
Είναι οι άνθρωποι που οδηγούνται από το αστέρι.
Είναι οι «αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός…»[22].
Είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουν το σπήλαιο και τη φάτνη και τον «τεχθέντα βασιλέα».
Καιρός του σιγάν…..
Τούτο το μέγα μυστήριο προσεγγίζεται με σιγή, με κατάνυξη, με ταπείνωση, με απλότητα, με αγάπη. Μ΄ αυτή την αγάπη που κινεί τον κόσμο.
Ο «εν σπηλέω γεννηθείς και εν φάτνη ανακληθείς Θεός»[23], προσεγγίζεται από τους «καθαρούς τη καρδία», από τους «πτωχούς τω πνεύματι», από τους «πενθούντες» και «πραείς», από τους «πεινώντες και διψώντες», από τους «ειρηνοποιούς και δεδιωγμένους», από τους «ονειδισμένους και ταπεινούς»[24].
«Σιγησάτω πάσα σάρξ….»[25], ψάλλει η Εκκλησία μας το Μέγα Σάββατο.
«Σιγησάτω…» και στην Χριστού Γέννα.
«Σιγησάτω…» σε κάθε μυστήριο διότι και στη Θεία του Χριστού γέννηση, «…τούτο εστί μέγα και απόκρυφο μυστήριο. Τούτο εστίν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός.».[26]
Πως αλήθεια κατάφερε ο άνθρωπος αυτό το μέγα μυστήριο, αυτή τη Θεία γιορτή να την ευτελίσει τόσο; Μπορεί άραγε να απαντήσει ο ίδιος;
Κίνητρο, μέσα, σκοπό, όλα τα υποβίβασε ο άνθρωπος. Βρέθηκε να γιορτάζει για την τσέπη και τον εγωισμό των άλλων και όχι απ την καρδιά του για την εικόνα του Θεού, για τον ίδιο το Θεό.
Και όλα τούτα τη στιγμή που ενώνεται ουρανός με τη γη.
Τη στιγμή που «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν…».[27]
Γιορτάζει μια θεϊκή γιορτή χωρίς Θεό και ξεκομμένος από τον συνάνθρωπο, την ώρα που η Εκκλησία μας ψάλλει:
«Τι σοι προσενέγκομεν Χριστέ ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ημάς; έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει· οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην ημείς δε Μητέραν Παρθένον. Ο προ αιώνων Θεός, ελέησον ημάς».[28]
Αγαπητοί μου,
Ούτος ο «προ αιώνων Θεός», ο «επ’ εσχάτων των χρόνων δι’ υμάς»[29], ενανθρωπήσας, ο «εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακληθείς», ο «σαρκί περιτμηθήναι καταδεξάμενος»[30] και «εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθήναι καταξάμενος δια την ημών σωτηρίαν»[31] Χριστός ο αληθινός Θεός ημών,
εύχομαι, όπως ειρηνεύει πάντα την ψυχή και τη ζωή όλων μας, οδηγεί τα βήματα της ζωής μας προς το «επιγνώναι Αυτόν»[32] φωτίζει και αγιάζει «πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον»[33]. Αμήν.
Με ευχές
π. Σ. Α.
[1] Εκκλης. γ΄ 7.
[2] Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 1.
[3] Λουκ. ιβ΄ 19.
[4] Β΄ Στάσις Χαιρετισμών.
[5] Απολυτίκιον Περιτομής.
[6] Αγ. Μαξίμου Ομολογητού, ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ. Εκατοντάς πρώτη, κεφ Θ΄.
[7] Δοξαστικό Θ΄ Ώρας Χριστουγέννων.
[8] Στιχηρό αίνων πλ. α΄ ήχου.
[9] Ευχή του Μεγάλου αγιασμού των Θεοφανείων.
[10] Α΄ Τιμ. γ΄ 16.
[11] Λουκ. β΄ 14.
[12] Κάθισμα Όρθρου Χριστουγέννων.
[13] Καταβασίες Χριστιουγέννων.
[14] Αγιος Νικόλαος Καβάσιλας
[15] Κάθισμα Όρθρου Χριστουγέννων.
[16] Ματθ. κστ΄ 53.
[17] Στιχηρό εσπερινού Πεντηκοστής.
[18] Ματθ. β΄ 13.
[19] Ματθ. κδ΄ 38.
[20] Ματθ. β΄ 2.
[21] Ματθ. β΄ 2.
[22] Λουκ. β΄ 8.
[23] Απόλυσις εορτής Χριστουγέννων.
[24] Μακαρισμοί (Ματθ. ε΄ 3-11).
[25] Τροπάριον αντί Χερουβικού του Μεγάλου Σαββάτου.
[26] Αγιος Μάξιμος Ομοληγητής.
[27] Ιωαν. α΄ 14.
[28] Στιχηρό ιδιόμελο εσπερινού Χριστουγέννων.
[29] Α΄ Καθ. Πέτρ. α΄ 20.
[30] Απόλυσις Περιτομής.
[31] Απόλυσις Φώτων.
[32] Λουκ. κδ΄ 16.
[33] Ιωάν. α΄ 9.