Ο Χρήστος Νταβέλης γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας περί το 1832 από ποιμενική οικογένεια αρβανιτόβλαχων καταγόμενη από την Ήπειρο. Σύμφωνα με την παράδοση ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά, ο οποίος όμως την είχε τάξει σε ένα πλούσιο τσέλιγκα. Όταν έφτασε στο χωριό ένα απόσπασμα αναζητώντας κάποιον Νάστο, ο τσέλιγκας για να τον εκδικηθεί για την κόρη του παπά, υπέδειξε τον Νταβέλη. Εκείνος τους απεκάλυψε το πραγματικό του όνομα χωρίς όμως να γίνει πιστευτός. Όταν αυτοί θέλησαν να τον συλλάβουν έγινε συμπλοκή. Σκότωσε ένα στρατιώτη και κατάφερε να ξεφύγει.
Από τη στιγμή που διέφυγε στο βουνό, δημιούργησε τη δική του συμμορία, η οποία καταδυνάστευσε την Αττική, την Βοιωτία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα. Στη συμμορία του Νταβέλη ανήκαν και λήσταρχοι όπως ο Βασίλης Καλαμπαλίκης, ο Λουκάς Μπελούλιας ή Κακαράπης από το Κυριάκι , ο Φουντούκης από την Δεσφίνα, ο Λουκάς Λιοντάκης ή Συνοδιάς από την Αμφίκλεια, ο Ζαφείρης Κουκουβίνος από την Εύβοια και ο μοναχός Διονύσιος Κυριακιώτης.
Η δράση του Νταβέλη τοποθετείται χρονικά στα χρόνια στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, τον αποκλεισμό της Αθήνας από τον αγγλο-γαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά, περίοδο που γνώρισε την αναζωπύρωση του φαινομένου της ληστείας.
Το 1853, δρούσε στην Θεσσαλία, ενώ το 1855 μετακινήθηκε στην Αττική, όπου πέτυχε, στην οδό Πειραιώς, την σύλληψη του Γάλλου αξιωματικού Μπερτώ (ή Μπρετώ) του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Για την απελευθέρωσή του εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας, αφενός να αποφύγει την ανάμιξη των ξένων Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για την διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Η είσπραξη των λύτρων στην παραλία του Κορινθιακού κόλπου, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών, εξόργισε τους άλλους λήσταρχους, οι οποίοι προσδοκούσαν από την απελευθέρωση του ξένου αξιωματικού αντί χρημάτων, την παροχή γενικής αμνηστίας.
Τον Δεκέμβριο του 1855 και τους πρώτους μήνες του 1856, η συμμορία του Νταβέλη δρούσε στη βορειοανατολική Αττική, πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Μαραθώνα. Τότε ενδέχεται να χρησιμοποίησε ως προσωρινό κρησφύγετο, το οχυρό Σπήλαιο των Αμώμων. Στα κρησφύγετά του συγκαταλέγεται το σπήλαιο – βάραθρο Δρακοκάρκαρο στον Παρνασσό, το Σπήλαιο Νταβέλη ή ”Αμώμων Σπήλαιο”, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά από την πλατεία Αγίας Τριάδας Πεντέλης Αττικής. Στο κέντρο της αίθουσας του σπηλαίου υπάρχει λεκάνη συλλογής νερού και η αίθουσα καταλήγει σε βάραθρο.
Ο Νταβέλης καταδιωκόταν για πολύ καιρό από τον στρατό και την χωροφυλακή στα βουνά και στα κρησφύγετα που κατέφευγε. Στις 12 Ιουλίου του 1856 αποκλείστηκε στο στενό του Ζεμενού, περιοχή μεταξύ Διστόμου και Αράχωβας, κοντά στο σημείο που ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει τον πατέρα του Λάιο, δόθηκε μία από τις σημαντικότερες και καθοριστική μάχη μεταξύ ληστών και καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους. Επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας. Ο θρύλος θέλει αυτόν τον αξιωματικό να είναι παλιός αδελφικός φίλος του Νταβέλη και πρωτοπαλίκαρό του σε παράτολμες επιδρομές. Όμως κατάφερε και πήρε αμνηστία, οπότε πέρασε στο στρατόπεδο των διωκτών του. Ακολούθησε συμπλοκή στην οποία σκοτώθηκαν 18 παράνομοι, μεταξύ των οποίων ο Νταβέλης, ο Κακαράπης, ο Ζαφείρης και ο Φουντούκης. Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.
Μυθογραφία
Ο Χρήστος Νταβέλης ήταν ένας λαϊκός ήρωας στην εποχή του.
Ένας ιππότης των ορέων. Ο λαός τον τραγούδησε κι έπλασε γι αυτόν πάρα πολλές ιστορίες που κάποιες από αυτές αγγίζουν τα όρια του μύθου.
Λένε μάλιστα ότι αρκετά από τα χρήματα από τη λεία τα διέθετε σε ανήμπορους και αναξιοπαθούντες της υπαίθρου, καθώς και σε πάρα πολλούς παλιούς αγωνιστές του εθνικού ξεσηκωμού του 1821, λησμονημένους από τον Όθωνα και τις μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις.
Όλοι οι αποτροπιαστικοί ηρωισμοί του έγιναν αντικείμενο για λαϊκά αναγνώσματα και θεατρικά έργα. Ακόμα και στο ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών πέρασε. Παίχτηκε το 1936 στο θέατρο ”Ερμής” στο Πασαλιμάνι με τον τίτλο ”Ο Λήσταρχος Κακαράπης” από τον καραγκιοζοπαίχτη Χρήστο Χαρίδημο. Για τον Νταβέλη, σαν λαϊκό ανάγνωσμα έγραψαν ο Δημ. Χανός «Η λαϊκή λογοτεχνία, το λαϊκό μυθιστόρημα» (τομ. Β’ Αθήνα 1987) και Κυριάκος Δ. Κάσσης «Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1949» (Αθήνα 1983)
Επίσης ο λέσβιος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, φιλοτέχνησε τον πίνακα “Ο Λήσταρχος Χρήστος Νάτσιας Νταβέλης το 1855”, με ελαιοχρώματα πάνω σε χαρτόνι (23 x 31,5 εκ.), αχρονολόγητος κι ανυπόγραφος, ο οποίος βρίσκεται στη Δημοτική Πινακοθήκη της Ρόδου.
Στην αρβανίτικη γλώσσα, Νταβέλης σημαίνει το παλικάρι- παλικαράς.
Πηγή:viotikoskosmos.wikidot.com