Τα φρούτα στις αρχές του καλοκαιριού ήταν λίγα. Οι μουσμουλιές στις ποταμιές ελάχιστες. Μετρημένες οι βερικοκιές, οι αχλαδιές σπάνιες. Οι κερασιές δεν ευδοκιμούσαν στα μέρη μας. Τα μούρα λοιπόν, που ωρίμαζαν τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, ήταν περιζήτητα. Πολλές οι μουριές στο χωριό, ιδίως εκείνες με τα κόκκινα μούρα. Μια τέτοια μεγάλη μουριά υπήρχε στην άκρη του μεγάλου μας περιβολιού. Σπάνια ποικιλία, η γεύση τους γλυκόξινη, αλλά τα πολύ ώριμα ήταν μέλι. Καταφύγιο γλυκασμού για όλους τους περαστικούς. Επεισοδιακό το μάζεμά τους. Καθώς τα κόβαμε, έλιωναν στα δάχτυλά μας, πιτσίλιζαν κι έβαφαν χέρια, πόδια, πρόσωπο, ρούχα, τα πάντα. Όταν τα χορταίναμε, παίρναμε το μονοπάτι για το ποτάμι – όπου πλενόμαστε.
Η μουριά συνόρευε μ’ ένα αγροτικό μονοπάτι. Τα κλαδιά της το σκέπαζαν σχεδόν. Τα ώριμα μούρα έπεφταν κι έβαφαν το μονοπάτι κόκκινο.
Δεν ήταν όμως τα μούρα μόνο που χρωμάτιζαν εκείνα τα καλοκαίρια, αλλά και τα στάχυα, που λύγιζαν απ’ τον ξανθό καρπό τους, κι ύστερα τα θερισμένα χωράφια – τάπητες στο χρώμα του παλιού χρυσού.
Κι οι πικροδάφνες, πρωταγωνίστριες στον χρωστήρα του θέρους: στις ακροποταμιές, στις ρεματιές, στα ρυάκια, όπου υποψία νερού. Ανθισμένοι χείμαρροι που δρόσιζαν το άνυδρο καλοκαίρι.
Και το καλοκαίρι προχωρούσε, με τα εξαίρετα τερψιλαρύγγιά του: σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, σύκα.
Τα περιβόλια στις δόξες τους: άνθη κολοκυθιάς, πατάτας, ντομάτας, φασολιάς, μπάμιας και μελιτζάνας. Άνθη μοναδικά, που οι περισσότεροι τα αγνοούν, καθώς μόνο τους καρπούς τους γνωρίζουν. Καρποί δροσεροί, ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό άρωμα.
Η γιορτή του Κλήδονα, στις 24 Ιουνίου, γιορτή του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μας έβγαζε λίγο από την καθημερινότητα. Αξέχαστος θα μου μείνει ο Κλήδονας του 1955. Την παραμονή είχαμε συγκεντρώσει ξερόχορτα και ξύλα, καθώς και τα στεφάνια του Μάη. Μικροί και μεγάλοι πηδούσαμε πάνω από τη φωτιά, παραπατούσαμε, τσουρουφλιζόμαστε, γλεντούσαμε. Ανήμερα του Κλήδονα του αϊ-Γιαννιού τη χάρη πήγα στο σπίτι της ξαδέρφης, της Μαρίας του Φώτη, έτσι τη λέγαμε τότε –δεν είχε ακόμη παντρευτεί τον επιβλητικό Θέμο Ζαχαράκη– όπου θα ανοιγόταν ο Κλήδονας. Αποβραδίς είχαν κουβαλήσει το αμίλητο νερό. Δυο ανύπαντρα κορίτσια, που είχαν και τους δυο γονείς τους, γέμιζαν μια στάμνα από πηγάδι και τη μετέφεραν χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν απ’ όσους συναντούσαν. Προχωρούσαν αμίλητες, παρ’ όλα τα πειράγματα των νεαρών του χωριού. Ανήμερα από το πρωί γυναίκες, κοπέλες, παιδιά, αλλά και άντρες, έριχναν στη στάμνα ένα φρούτο της εποχής (βερίκοκο, τζάνερο, δαμάσκηνο, αχλάδι, μικρό λεμόνι), έχοντας χαράξει στον φλοιό του τα αρχικά κάποιου ονόματος, Το άνοιγμα γινόταν νωρίς το απόγευμα. Ένα μικρό παιδί βουτούσε το χέρι του στη στάμνα, ανακάτευε κι έβγαζε ένα φρούτο. Πριν να βγάλει το φρούτο, κάποιος από την παρέα έλεγε ένα δίστιχο, μια μαντινάδα που αντιστοιχούσε στα αρχικά του ονόματος, το οποίο δεν ήταν και δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Τα δίστιχα ήταν συνήθως σκωπτικά, γεμάτα ερωτικά υπονοούμενα. Τα φρούτα τα έτρωγαν τα παιδιά. Κάποιες κοπέλες, μαζί με την αδελφή μου τη Μαρίκα, έπαιρναν νερό από τον Κλήδονα σ’ ένα δοχείο, κι έβαζαν μέσα λιωμένο καλάι. Στη συνέχεια, το μείγμα αυτό το έριχναν στο πηγάδι του μικρού περιβολιού μας, και καθώς ερχόταν σε επαφή με το νερό, έπαιρνε διάφορα σχήματα, μέσα από τα οποία προσπαθούσαν να μαντέψουν τα μελλοντικά κόρτε και τους μελλοντικούς γαμπρούς.
Ξεφάντωμα, λένε, το αλώνισμα. Υπήρχε όμως και η άλλη όψη. Ο θείος Ιούλιος μήνας τσουρούφλιζε τα πάντα. Τα στάχυα έπρεπε να μεταφερθούν από τις θημωνιές και να σκορπιστούν στο αλώνι. Τα βόδια να ζευτούν για να σύρουν τον βολόσυρο, όπου όρθιος ή σ’ ένα υποτυπώδες κάθισμα κάποιος από μας τα καθοδηγούσε για να κάνουν τον γύρο του αλωνιού. Αγκομαχητά των βοδιών. Σκόνη. Ο ιδρώτας ποτάμι. Φορούσαμε καπέλα και μαντίλια. Ο σπόρος του σταριού ήθελε πολλή δουλειά ώσπου να μπει στο σακί. Να σωρευτεί το αλώνισμα σ’ ένα μακρουλό παραλληλόγραμμο και να λιχνιστεί, δηλαδή να ξεχωρίσει ο σπόρος από τα άχυρα. Από τις πιο επώδυνες δουλειές. Χρειαζόταν μυϊκή δύναμη και τέχνη· πάνω απ’ όλα ο κατάλληλος άνεμος για να διώχνει τα άχυρα. Ανάλογα με την πνοή του ανέμου, το λίχνισμα γινόταν ακόμη και νύχτα ή ξημερώματα. Ύστερα να κοσκινιστεί, κι ο σπόρος, καθαρός πια, γινόταν ένας σωρός στο κέντρο του αλωνιού. Πριν τον βάλουμε στα σακιά, γονατίζαμε και τον προσκυνούσαμε.
Δροσερό το καλοκαίρι στο χωριό: ένας ακόμη μύθος. Τουλάχιστον για το χωριό μου, που ήταν καμπίσιο. Ολημερίς ο ήλιος έδερνε τα σπίτια, λιγοστά τα δέντρα μέσα στο χωριό και τα κουφώματα πρωτόγονα. Το βράδυ στο σπίτι η ζέστη ήταν αφόρητη. Αποδράσεις στη δροσιά σε ταράτσες, δώματα, αυλές, όλοι μαζί στρωματσάδα. Έναστρος ύπνος, μόνο που το πρωί ο ήλιος ήταν χειρότερος κι από ξυπνητήρι. Τα Αστερούσια εμπόδιζαν τις θαλασσινές αύρες να φτάσουν ως εμάς. Καταφύγιά μας οι ελαιώνες, τα περιβόλια, το ποτάμι, τα βορινά παράθυρα. Και βέβαια τα δώματα· εκεί οι νεαροί του χωριού έστηναν πρόχειρες καλύβες με κλαδιά από λεύκες, πλατάνια και λυγαριές, και κοιμόνταν ημίγυμνοι, απολαμβάνοντας τη δροσιά της νύχτας και αποφεύγοντας τον ενοχλητικό πρωινό ήλιο.
Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ο μεγάλος δρόμος. Αφηγήματα» (Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017).
Επιμέλεια: Κώστας Γ. Τσικνάκης